εξημερώνω
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
Greek Monolingual
(AM ἐξημερῶ, -όω) ημερώ
μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῖαν»)
2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾶλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.)
3. καταπραΰνω.