Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
1. μεταδίδω τον πολιτισμό σε βάρβαρο, υπανάπτυκτο λαό ή περιοχή
2. προάγω την ανάπτυξη του πολιτισμού σε κάποιο λαό ή χώρα.