εκπολιτίζω

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

1. μεταδίδω τον πολιτισμό σε βάρβαρο, υπανάπτυκτο λαό ή περιοχή
2. προάγω την ανάπτυξη του πολιτισμού σε κάποιο λαό ή χώρα.