ενώτιον: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(12)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐνώτιον]])<br />[[κόσμημα]] που κρέμεται από το [[αφτί]], [[σκουλαρίκι]] («[[ἐνώτιον]] χρυσοῡν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> «[[ενώτιον]] τροχίλου» — [[μεταλλικός]] ή [[σχοίνινος]] [[δακτύλιος]], με τον οποίο αναρτάται ο [[τρόχιλος]] που περιβάλλει τη [[θήκη]] του, κν. [[σκουλαρίκι]]<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> <i>ενώτια</i><br />τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται [[ανάμεσα]] στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο [[τρούλλος]] και στη [[βάση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ενωτὶ</i> (δοτ. εν. του <i>ούς</i>) με [[επίθημα]] -<i>ον</i>].
|mltxt=το (AM [[ἐνώτιον]])<br />[[κόσμημα]] που κρέμεται από το [[αφτί]], [[σκουλαρίκι]] («[[ἐνώτιον]] χρυσοῦν
», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> «[[ενώτιον]] τροχίλου» — [[μεταλλικός]] ή [[σχοίνινος]] [[δακτύλιος]], με τον οποίο αναρτάται ο [[τρόχιλος]] που περιβάλλει τη [[θήκη]] του, κν. [[σκουλαρίκι]]<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> <i>ενώτια</i><br />τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται [[ανάμεσα]] στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο [[τρούλλος]] και στη [[βάση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ενωτὶ</i> (δοτ. εν. του <i>ούς</i>) με [[επίθημα]] -<i>ον</i>].
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

το (AM ἐνώτιον)
κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκιἐνώτιον χρυσοῦν », Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» — μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι
2. αρχιτ. ενώτια
τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο τρούλλος και στη βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενωτὶ (δοτ. εν. του ούς) με επίθημα -ον].