ενώτιον

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐνώτιον)
κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκιἐνώτιον χρυσοῦν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» — μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι
2. αρχιτ. ενώτια
τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο τρούλλος και στη βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενωτὶ (δοτ. εν. του ούς) με επίθημα -ον].