μεταλλικός

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλικός Medium diacritics: μεταλλικός Low diacritics: μεταλλικός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΙΚΟΣ
Transliteration A: metallikós Transliteration B: metallikos Transliteration C: metallikos Beta Code: metalliko/s

English (LSJ)

μεταλλική, μεταλλικόν,
A of mines or for mines, νόμος D.37.35; δίκαι ib.37, Arist.Ath.59.5; ἐργασίαι D.S.5.36; σκεῦος Hsch. s.v. ξοΐς: μεταλλικός, ὁ, miner, PLond.1.324.6 (ii A. D.): μεταλλική (sc. τέχνη), ἡ, art of mining, Phld.Oec.p.64 J., Alex. Aphr. in Metaph.353.18.
II possessing a knowledge of metals, Ptol. Tetr.13, Procl.Par.Ptol.20.
2 metallic, φάρμακα Gal.12.208; τὰ μεταλλικά Dsc.Praef.1, Plu.2.663c, Meges ap. Orib.44.24.2; μεταλλικὰ τάλαντα, of the heavy Egyptian talents, Wilcken Chr.321.18 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 149] 1) auf die Bergwerke bezüglich, νόμος, Dem. 37, 35, δίκαι, ib. 36. – 2) von Metall, metallisch, Plut. Symp. 4, 1, 3 M.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le travail des mines;
2 de métal, métallique.
Étymologie: μέταλλον.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλικός:
1 касающийся горного промысла, горнопромышленный (νόμος Dem.);
2 рудный, ископаемый или металлический Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μεταλλεῖα, νόμος Δημ. 976. 24· δίκαι ὁ αὐτ. 977. 17. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς μέταλλον, Ἀέτ. 2. 40, κτλ

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταλλικός, -ή, -όν) μέταλλο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη»)
2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα», Γαλ.)
νεοελλ.
1. (για υγρά) αυτός που περιέχει στη σύσταση του μέταλλα σε διάλυση (α. «μεταλλικό νερό» β. «μεταλλική πηγή»)
2. αυτός που έχει κάποια ιδιότητα του μετάλλου
3. (ειδικότερα) α) (για ήχο) διαυγής, καθαρός, σαν να παράγεται από μέταλλο («μεταλλική φωνή»)
β) (για χρώμα) αυτός που γυαλίζει σαν το μέταλλο, λαμπρός, ακτινοβόλος, έντονος
4. φρ. α) «μεταλλική εποχή» — η εποχή του μετάλλου
β) «μεταλλική δραχμή» — η δραχμή που υπολογίζεται σε χρυσό ως υγιές νόμισμα
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται σε μεταλλεία, σε ορυχεία («παραδιδόασι τοῖς ἐφεστηκόσι ταῖς μεταλλικαῖς ἐργασίαις», Διόδ.)
2. αυτός που έχει γνώσεις σχετικά με τα μέταλλα
3. το αρσ. ως ουσ.μεταλλικός
εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεταλλική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της εξόρυξης μετάλλων.

Greek Monotonic

μεταλλικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μέταλλα, σε Δημ.

Middle Liddell

μεταλλικός, ή, όν
of or for mines, Dem. [from μέταλλον

English (Woodhouse)

of mining

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)