πανοικεσία: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(30)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πανοικησίᾳ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> [[μαζί]] με όλη την [[οικογένεια]], οικογενειακώς («[[πανοικεσίᾳ]] τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. [[πανοικεσία]] <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οικεσία</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰκέτ</i>- του <i>οἰκέτ</i>-<i>ης</i> με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>), <b>πρβλ.</b> <i>απ</i>-<i>οικεσία</i>, <i>κατ</i>-<i>οικεσία</i>. <i>Ο</i> τ. [[πανοικησίᾳ]] <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἴκησις]].
|mltxt=και [[πανοικησίᾳ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> [[μαζί]] με όλη την [[οικογένεια]], οικογενειακώς («[[πανοικεσίᾳ]] τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῦν
το», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. [[πανοικεσία]] <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οικεσία</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰκέτ</i>- του <i>οἰκέτ</i>-<i>ης</i> με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>), <b>πρβλ.</b> <i>απ</i>-<i>οικεσία</i>, <i>κατ</i>-<i>οικεσία</i>. <i>Ο</i> τ. [[πανοικησίᾳ]] <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἴκησις]].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

και πανοικησίᾳ Α
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῦν το», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. πανοικεσία < παν- + -οικεσία (< θ. οἰκέτ- του οἰκέτ-ης με συριστικοποίηση του -τ- + κατάλ. -ία), πρβλ. απ-οικεσία, κατ-οικεσία. Ο τ. πανοικησίᾳ < παν- + οἴκησις.