surpass
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. κρατεῖν, ὑπερβάλλειν, προὔχειν (gen.), ὑπερέχειν (gen.), ὑπερφέρειν (acc. or gen.). ὑπερθεῖν, P. διαφέρω, διαφέρειν (gen.), περιεῖναι (gen.), ὑπεραίρειν, Ar. and P. περιγίγνεσθαι (gen.). V. ὑπερτρέχειν.
go beyond: P. and V. παρέρχεσθαι (acc.).
exceed: P. and V. ὑπερβάλλειν, P. ὑπερβαίνειν, ὑπεραίρειν.