υφέλκω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
(44)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ὑφελκύω Α [[ἕλκω]] / [[ἑλκύω]]]<br /><b>1.</b> [[έλκω]] [[κάτι]] με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῑιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλκω]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου με υπόγεια [[εκσκαφή]] («ὑφεῑλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῡν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ὑφέλκων</i><br />[[ολισθηρός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὑφέλκομαι περσικάς»<br />(ενν. [[ἐμβάδας]]) [[φορώ]] περσικές παντόφλες (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=και ὑφελκύω Α [[ἕλκω]] / [[ἑλκύω]]]<br /><b>1.</b> [[έλκω]] [[κάτι]] με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῑιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλκω]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου με υπόγεια [[εκσκαφή]] («ὑφεῑλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῦν
», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ὑφέλκων</i><br />[[ολισθηρός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὑφέλκομαι περσικάς»<br />(ενν. [[ἐμβάδας]]) [[φορώ]] περσικές παντόφλες (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 14:30, 27 March 2021

Greek Monolingual

και ὑφελκύω Α ἕλκω / ἑλκύω]
1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.)
2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῑλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῦν », Θουκ.)
3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκων
ολισθηρός
4. φρ. «ὑφέλκομαι περσικάς»
(ενν. ἐμβάδας) φορώ περσικές παντόφλες (Αριστοφ.).