Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(28)
 
m (Text replacement - " »" to "»")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ναύτη) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φτάνω]] («[[ἄλγημα]]... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)<br /><b>4.</b> (με ηθ. σημ.) [[παραστρατώ]] («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀκέλλω]] πλοῡν» — [[διευθύνω]] το [[πλοίο]] ως [[πηδαλιούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέλλω]].
|mltxt=[[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ναύτη) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φτάνω]] («[[ἄλγημα]]... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)<br /><b>4.</b> (με ηθ. σημ.) [[παραστρατώ]] («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀκέλλω]] πλοῦν» — [[διευθύνω]] το [[πλοίο]] ως [[πηδαλιούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 17:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ὀκέλλω (Α)
1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά
2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω
3. μτφ. φτάνωἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)
4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)
5. φρ. «ὀκέλλω πλοῦν» — διευθύνω το πλοίο ως πηδαλιούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέλλω.