πηδαλιούχος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ο, / πηδαλιοῦχος, ΝΜΑ
1. αυτός που χειρίζεται το πηδάλιο και κατευθύνει το σκάφος
2. μτφ. (για τον θεό) ο κυβερνήτης, ο παντοκράτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδάλιον + -ούχος].