πηδαλιούχος
From LSJ
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
ο, / πηδαλιοῦχος, ΝΜΑ
1. αυτός που χειρίζεται το πηδάλιο και κατευθύνει το σκάφος
2. μτφ. (για τον θεό) ο κυβερνήτης, ο παντοκράτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδάλιον + -ούχος].