κεραμεούς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῡς, -ᾱ" to "οῦς, -ᾶ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κεραμεοῡς, -, -οῦν(Α) [[κέραμος]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, [[κεράμειος]], [[πήλινος]].
|mltxt=κεραμεοῦς, -, -οῦν (Α) [[κέραμος]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, [[κεράμειος]], [[πήλινος]].
}}
}}

Latest revision as of 17:56, 27 March 2021

Greek Monolingual

κεραμεοῦς, -ᾶ, -οῦν (Α) κέραμος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.