κεράμειος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1420] = κεραμεοῦς, irden; Plut. Galb. 12; Zenob. 1, 49 u. A.; Lob. zu Phryn. 147. Vgl. das ion. κεραμήϊος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de terre cuite, d'argile.
Étymologie: κέραμος.
Russian (Dvoretsky)
κεράμειος: эп.-ион. κεραμήϊος 3 (ᾰ) глиняный (ποτήρια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κεράμειος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ κεραμεοῦς, Πλουτ. Γάλβ. 12, Δίων Κ. 42. 26, κτλ., πρβλ. κεραμήϊος.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κεράμειος, -ον και ιων. τ. κεραμήϊος, -ίη, -ιον) κέραμος
κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῦν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.).