κεράμειος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμειος Medium diacritics: κεράμειος Low diacritics: κεράμειος Capitals: ΚΕΡΑΜΕΙΟΣ
Transliteration A: kerámeios Transliteration B: kerameios Transliteration C: kerameios Beta Code: kera/meios

English (LSJ)

κεραμεοῦς.

German (Pape)

[Seite 1420] = κεραμεοῦς, irden; Plut. Galb. 12; Zenob. 1, 49 u. A.; Lob. zu Phryn. 147. Vgl. das ion. κεραμήϊος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de terre cuite, d'argile.
Étymologie: κέραμος.

Russian (Dvoretsky)

κεράμειος: эп.-ион. κεραμήϊος 3 (ᾰ) глиняный (ποτήρια Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κεράμειος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ κεραμεοῦς, Πλουτ. Γάλβ. 12, Δίων Κ. 42. 26, κτλ., πρβλ. κεραμήϊος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κεράμειος, -ον και ιων. τ. κεραμήϊος, -ίη, -ιον) κέραμος
κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῦν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.).