ερκίτης: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(14) |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑρκίτης]], ὁ (Α)<br />ο [[δούλος]] που διέμενε στους αγρούς του κυρίου του («ἑρκίτας φησὶ | |mltxt=[[ἑρκίτης]], ὁ (Α)<br />ο [[δούλος]] που διέμενε στους αγρούς του κυρίου του («ἑρκίτας φησὶ καλεῖσθαι τοὺς [[κατά]] τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρκος]] «[[φραγμός]], [[περίφραξη]]». Ο τ. δηλώνει τον δούλο που ζούσε [[εντός]] τών περιφραγμένων ορίων τών κτημάτων του κυρίου του]. | ||
}} | }} |