κλοπαίος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(20)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κλοπαῑος, -αία, -αῖον (Α) [[κλοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], ο [[κλεμμένος]] («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαθραίος]], [[δόλιος]] («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=κλοπαῖος, -αία, -αῖον (Α) [[κλοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], ο [[κλεμμένος]] («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαθραίος]], [[δόλιος]] («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

κλοπαῖος, -αία, -αῖον (Α) κλοπή
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.)
2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.).