Ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → If you are studious, you will become learned.
κλοπαῖος, -αία, -αῖον (Α) κλοπή1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.)2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.).