κηπαίος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(20) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ο (ΑΜ | |mltxt=-αία, -ο (ΑΜ κηπαῖος, -αία, -ον) [[κήπος]]<br />αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, [[κηπευτός]], [[περιβολήσιος]] («κηπαῖοι σίκυες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κηπαία]] (ενν. [[θύρα]])<br />η πόρτα του κήπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με κήπο («κηπαῖοι παράδεισοι», Κλέαρχ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κηπαία]] [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ταῖς κηπαίαις θύραις» — [[κρυφά]], [[λαθραία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 28 March 2021
Greek Monolingual
-αία, -ο (ΑΜ κηπαῖος, -αία, -ον) κήπος
αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῖοι σίκυες», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα)
η πόρτα του κήπου
αρχ.
1. όμοιος με κήπο («κηπαῖοι παράδεισοι», Κλέαρχ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία είδος φυτού
3. παροιμ. «ταῖς κηπαίαις θύραις» — κρυφά, λαθραία.