μασχαλιαίος: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(24) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α | |mltxt=-α, -ο (Α μασχαλιαῖος, -<i>αία</i>, -ον) [[μασχάλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη [[μασχάλη]] (α. «[[μασχαλιαία]] [[αρτηρία]]» β. «[[μασχαλιαία]] λεμφογάγγλια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μασχαλιαία]] [[πλίνθος]]» — [[κόσμημα]] κίονα ή, κατ' άλλους, [[γωνιαίος]] [[λίθος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μασχαλιαῖος, -αία, -ον) μασχάλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη μασχάλη (α. «μασχαλιαία αρτηρία» β. «μασχαλιαία λεμφογάγγλια»)
αρχ.
φρ. «μασχαλιαία πλίνθος» — κόσμημα κίονα ή, κατ' άλλους, γωνιαίος λίθος.