κλοπιμαίος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(20) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -αίο (AM | |mltxt=-αία, -αίο (AM κλοπιμαῖος, -αία, -αῖον) [[κλόπιμος]]<br />αυτός που αποκτήθηκε με [[κλοπή]], ο [[κλεμμένος]] (α. «η [[αστυνομία]] δεν έχει βρει [[ακόμη]] όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον [[εἶναι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλοπιμαίο</i><br />το κλεμμένο [[αντικείμενο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλοπιμαίως</i> (Α)<br />με κλοπιμαίο τρόπο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 28 March 2021
Greek Monolingual
-αία, -αίο (AM κλοπιμαῖος, -αία, -αῖον) κλόπιμος
αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κλοπιμαίο
το κλεμμένο αντικείμενο.
επίρρ...
κλοπιμαίως (Α)
με κλοπιμαίο τρόπο.