καλαμαίος: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=καλαμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από το [[καλάμι]] ή που υπάρχει στο [[καλάμι]] του σιταριού<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καλαμαία</i><br />[[είδος]] ακρίδας που αναπτύσσεται στο [[καλάμι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλαμαῑον</i><br />μικρό [[τζιτζίκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Καλαμαῑα</i><br />[[εορτή]] της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλάμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-<i>αίος</i>, <i>λογχ</i>-<i>αίος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 28 March 2021
Greek Monolingual
καλαμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι του σιταριού
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία
είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον
μικρό τζιτζίκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καλαμαῑα
εορτή της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + -αῖος (πρβλ. δαφν-αίος, λογχ-αίος)].