αγωγαίος: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(1) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=[[ἀγωγαῖος]], -ον (Α) [[ἀγωγή]]<br />ο [[κατάλληλος]] για να οδηγεί [[κανείς]] με αυτόν κάποιον ή [[κάτι]], όπως ο [[ιμάντας]] ή το [[περιλαίμιο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:52, 28 March 2021
Greek Monolingual
ἀγωγαῖος, -ον (Α) ἀγωγή
ο κατάλληλος για να οδηγεί κανείς με αυτόν κάποιον ή κάτι, όπως ο ιμάντας ή το περιλαίμιο.