περιλαίμιο
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
Greek Monolingual
το, Ν
1. καθετί που περιβάλλει τον λαιμό και ειδικότερα το μέρος ενδύματος το οποίο είναι είτε συνερραμένο με αυτό είτε πρόσθετο, κολάρο («περιλαίμιο στρατιωτικής στολής»)
2. δερμάτινη ή μεταλλική λωρίδα που τοποθετείται γύρω από τον λαιμό κατοικίδιων ζώων και ιδίως σκύλων
3. το μέρος της σαγής του υποζυγίου που περιβάλλει τον αυχένα, το περιαυχένιο
4. (μηχανολ.) δακτύλιος με τετραγωνική διατομή εφαρμοσμένος σε έναν άξονα και κατάλληλος να περιορίζει τις αξονικές μετατοπίσεις
5. φρ. «αυχενικό περιλαίμιο» — ορθοπεδικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται σε ραιβοκράνους ή για ακινητοποίηση της κεφαλής σε περίπτωση φυματιώδους αυχενικής σπονδυλίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λαιμός. Η λ., στον λόγιο τ. περιλαίμιον, μαρτυρείται από το 1856 στον Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].