περιλαίμιο
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all
Greek Monolingual
το, Ν
1. καθετί που περιβάλλει τον λαιμό και ειδικότερα το μέρος ενδύματος το οποίο είναι είτε συνερραμένο με αυτό είτε πρόσθετο, κολάρο («περιλαίμιο στρατιωτικής στολής»)
2. δερμάτινη ή μεταλλική λωρίδα που τοποθετείται γύρω από τον λαιμό κατοικίδιων ζώων και ιδίως σκύλων
3. το μέρος της σαγής του υποζυγίου που περιβάλλει τον αυχένα, το περιαυχένιο
4. (μηχανολ.) δακτύλιος με τετραγωνική διατομή εφαρμοσμένος σε έναν άξονα και κατάλληλος να περιορίζει τις αξονικές μετατοπίσεις
5. φρ. «αυχενικό περιλαίμιο» — ορθοπεδικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται σε ραιβοκράνους ή για ακινητοποίηση της κεφαλής σε περίπτωση φυματιώδους αυχενικής σπονδυλίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λαιμός. Η λ., στον λόγιο τ. περιλαίμιον, μαρτυρείται από το 1856 στον Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].