μελισσαίος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(24)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μελισσαῑος, -α, -ον (Α) [[μέλισσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῑος [[οὐλαμός]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελισσαῑον</i><br />[[μελισσοκομείο]], [[μελισσοτροφείο]].
|mltxt=μελισσαῖος, -α, -ον (Α) [[μέλισσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῖος [[οὐλαμός]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελισσαῑον</i><br />[[μελισσοκομείο]], [[μελισσοτροφείο]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

μελισσαῖος, -α, -ον (Α) μέλισσα
1. αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῖος οὐλαμός», Νίκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελισσαῑον
μελισσοκομείο, μελισσοτροφείο.