ξενοπαθώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ξενοπαθῶ, -έω (Α)<br />ενοχλούμαι από [[κάτι]] παράξενο και ασυνήθιστο («[[ὥσπερ]] οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῦν | |mltxt=ξενοπαθῶ, -έω (Α)<br />ενοχλούμαι από [[κάτι]] παράξενο και ασυνήθιστο («[[ὥσπερ]] οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῦν | ||
τες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και | τες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῦσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δεινο</i>-<i>παθώ</i>]. | ||
}} | }} |