ούτε: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[οὔτε]])<br />(αρνητικό επίρρ. και [[συμπλεκτικός]] σύνδ. συν. [[διπλός]] ή [[πολλαπλός]] ο [[οποίος]] συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «[[ούτε]] πήγα, [[ούτε]] τηλεφώνησα» β. «[[οὔτε]] γὰρ ἵνα ἡ [[γένεσις]] μὴ ἐπιλείπῃ», <b>Αριστοτ.</b> γ. «[[οὔτε]] τι [[μάντις]] ἐὼν οὔτ' οἰωνῶν [[σάφα]] εἰδώς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρνητικό [[μόριο]] ως επιδοτικό) [[ουδέ]] καν («δεν έμεινε [[ούτε]] [[ψίχουλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. σε μία από τις δύο προτάσεις που συνδέονται με το [[ούτε]] μπορεί να εισαχθεί μερικότερη αρνητική [[πρόταση]] με το [[ουδέ]] («[[οὔτε]]... ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται [[μάρτυρας]], οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν... ἐπανέφερεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> μερικές φορές με πολλές προτάσεις που εκφέρονται με το [[ούτε]], η τελευταία εκφέρεται εμφατικά με το [[ουδέ]] («[[οὔτε]] φάρμακα [[οὔτε]] καύσεις [[οὔτε]] τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπωδαί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετά]] το [[ούτε]] ακολουθεί μερικές φορές καταφατική [[πρόταση]] με το <i>τε</i> («[[οὔτε]] γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῑς τε τὰ ἐς τὸν πόλεμον... ἀνήκετε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συχνά]] [[κατά]] ανακόλουθο [[σχήμα]] ακολουθείται από το <i>δε</i> («[[οὔτε]] πλοῑά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῦ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> όταν τα [[ούτε]] και [[μήτε]] βρίσκονται [[μαζί]] το καθένα διατηρεί τη δική του [[έννοια]] («ἀναιδὴς οὔτ' [[εἰμὶ]] [[μήτε]] γενοίμην» — [[ούτε]] [[είμαι]] [[αναιδής]] και [[μακάρι]] να μη γίνω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> αρνητικό [[μόριο]] <span style="color: red;"><</span> <i>οὐ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> [[μήτε]])].
|mltxt=(ΑΜ [[οὔτε]])<br />(αρνητικό επίρρ. και [[συμπλεκτικός]] σύνδ. συν. [[διπλός]] ή [[πολλαπλός]] ο [[οποίος]] συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «[[ούτε]] πήγα, [[ούτε]] τηλεφώνησα» β. «[[οὔτε]] γὰρ ἵνα ἡ [[γένεσις]] μὴ ἐπιλείπῃ», <b>Αριστοτ.</b> γ. «[[οὔτε]] τι [[μάντις]] ἐὼν οὔτ' οἰωνῶν [[σάφα]] εἰδώς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρνητικό [[μόριο]] ως επιδοτικό) [[ουδέ]] καν («δεν έμεινε [[ούτε]] [[ψίχουλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. σε μία από τις δύο προτάσεις που συνδέονται με το [[ούτε]] μπορεί να εισαχθεί μερικότερη αρνητική [[πρόταση]] με το [[ουδέ]] («[[οὔτε]]... ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται [[μάρτυρας]], οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν... ἐπανέφερεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> μερικές φορές με πολλές προτάσεις που εκφέρονται με το [[ούτε]], η τελευταία εκφέρεται εμφατικά με το [[ουδέ]] («[[οὔτε]] φάρμακα [[οὔτε]] καύσεις [[οὔτε]] τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπωδαί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετά]] το [[ούτε]] ακολουθεί μερικές φορές καταφατική [[πρόταση]] με το <i>τε</i> («[[οὔτε]] γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῖς τε τὰ ἐς τὸν πόλεμον... ἀνήκετε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συχνά]] [[κατά]] ανακόλουθο [[σχήμα]] ακολουθείται από το <i>δε</i> («[[οὔτε]] πλοῑά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῦ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> όταν τα [[ούτε]] και [[μήτε]] βρίσκονται [[μαζί]] το καθένα διατηρεί τη δική του [[έννοια]] («ἀναιδὴς οὔτ' [[εἰμὶ]] [[μήτε]] γενοίμην» — [[ούτε]] [[είμαι]] [[αναιδής]] και [[μακάρι]] να μη γίνω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> αρνητικό [[μόριο]] <span style="color: red;"><</span> <i>οὐ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> [[μήτε]])].
}}
}}

Revision as of 13:02, 28 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ οὔτε)
(αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ' οἰωνῶν σάφα εἰδώς», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(αρνητικό μόριο ως επιδοτικό) ουδέ καν («δεν έμεινε ούτε ψίχουλο»)
αρχ.
ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. σε μία από τις δύο προτάσεις που συνδέονται με το ούτε μπορεί να εισαχθεί μερικότερη αρνητική πρόταση με το ουδέοὔτε... ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται μάρτυρας, οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν... ἐπανέφερεν», Δημοσθ.)
2. μερικές φορές με πολλές προτάσεις που εκφέρονται με το ούτε, η τελευταία εκφέρεται εμφατικά με το ουδέοὔτε φάρμακα οὔτε καύσεις οὔτε τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπωδαί», Πλάτ.)
3. μετά το ούτε ακολουθεί μερικές φορές καταφατική πρόταση με το τεοὔτε γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῖς τε τὰ ἐς τὸν πόλεμον... ἀνήκετε», Ηρόδ.)
4. συχνά κατά ανακόλουθο σχήμα ακολουθείται από το δεοὔτε πλοῑά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῦ», Ξεν.)
5. όταν τα ούτε και μήτε βρίσκονται μαζί το καθένα διατηρεί τη δική του έννοια («ἀναιδὴς οὔτ' εἰμὶ μήτε γενοίμην» — ούτε είμαι αναιδής και μακάρι να μη γίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. αρνητικό μόριο < οὐ + τε (πρβλ. μήτε)].