ψίχουλο

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

το, Ν
1. τριμμένο κομματάκι ψωμιού, ψιχίο
2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («τα χρήματα που του δίνει είναι ψίχουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψίξ, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. -ουλο].