οπωριαίος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀπωριαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φθινοπωρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀπωριαῑα</i><br />τα φρούτα, τα οπωρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ωρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=ὀπωριαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φθινοπωρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀπωριαῖα</i><br />τα φρούτα, τα οπωρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ωρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὀπωριαῖος, -αία, -ον (Α)
1. φθινοπωρινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῖα
τα φρούτα, τα οπωρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωρ-ιαίος)].