προπερισπώ: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(34)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προπερισπῶ, -άω, ΝΑ<br /><b>γραμμ.</b> [[τονίζω]] με [[περισπωμένη]] την παραλήγουσα λέξης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>προπερισπώμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που παίρνει [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη [[λέξη]]» — [[λέξη]] που τονίζεται με [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την περισπώμενη, η οποία παίρνει [[περισπωμένη]] στη [[λήγουσα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προπερισπώμενον</i><br />[[λέξη]] που τονίζεται με [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περισπῶ</i> «[[τονίζω]] με [[περισπωμένη]]»].
|mltxt=[[προπερισπῶ]], [[προπερισπάω]], ΝΑ<br /><b>γραμμ.</b> [[τονίζω]] με [[περισπωμένη]] την παραλήγουσα λέξης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>προπερισπώμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που παίρνει [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη [[λέξη]]» — [[λέξη]] που τονίζεται με [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την περισπώμενη, η οποία παίρνει [[περισπωμένη]] στη [[λήγουσα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προπερισπώμενον</i><br />[[λέξη]] που τονίζεται με [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περισπῶ</i> «[[τονίζω]] με [[περισπωμένη]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 30 March 2021

Greek Monolingual

προπερισπῶ, προπερισπάω, ΝΑ
γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, -ένη, -ο
αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» — λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε αντιδιαστολή προς την περισπώμενη, η οποία παίρνει περισπωμένη στη λήγουσα)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προπερισπώμενον
λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + περισπῶ «τονίζω με περισπωμένη»].