περισπωμένη
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
η, Ν
γραμμ. ένα από τα τρία σημεία του παραδοσιακού τονισμού τών λέξεων, που πριν από την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος έμπαινε μόνο στη λήγουσα και στην παραλήγουσα και ποτέ στην προπαραλήγουσα, σε αντιδιαστολή με τα δύο άλλα σημεία τονισμού, την οξεία και την βαρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. περισπώμενος του ρ. περισπώμαι].