λήγουσα

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

η (AM λήγουσα)
η προς τα δεξιά τελευταία συλλαβή κάθε λέξης, η οποία έχει περισσότερες από μία συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. της ενεστ. μετοχής (λήγων, λήγουσα, λῆγον) του ρ. λήγω.