καθίημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθίημι''': Ἰων. κατίημι: μέλλ. καθήσω: ἀόρ. α΄ καθῆκα, Ἐπικ. καθέηκα: πρκμ. καθεῖκα Λύσιππ. ἐν «Βάκχαις» 1, Δημ. 858. 10· (ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[ἵημι]]). Καταπέμπω, [[ῥίπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀφίνω, ἢ [[κάμνω]] νὰ πέσῃ τι, κὰδ δὲ κεραυνόν... ἦκε [[χαμᾶζε]] Ἰλ. Θ. 134· κατὰ δ’ [[ὑψόθεν]] ἦκεν ἐέρσας Λ. 53· [[οἶνον]] λαυκανίης καθέηκα, κατεβίβασα τὸν [[οἶνον]] εἰς τὸν λάρυγγά μου, Ω. 642· καθίετε ἵππους ἐν δίναις, βυθίσατε αὐτοὺς ἐν τῷ ποταμῷ, ὡς θυσίαν ἐις τὸν ποταμὸν θεόν, Φ. 132· ἱστία ἐς νῆας [[κάθεμεν]], κατεβιβάσαμεν, Ὀδ. Ι. 72· [[λαῖφος]] καθήσειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 555· σχοίνῳ σπυρίδα κατ., [[καταβιβάζω]] διὰ σχοινίου, Ἡρόδ. 5. 16· [[σῶμα]] πύργων καθ. Εὐρ. Τρῳ. 1011· ἐς ταύτην (τὴν λίμνην δηλ.) κοντὸν κατιεῖσι ἐπ’ ἄκρῳ μυρσίνην προσδήσαντες Ἡρόδ. 4. 195· ἐμαυτὸν εἰς ἅλα Εὐρ. Ἑλ. 1613· ὅπλα εἰς ἅλα ἀυτόθι 391· [[δέλεαρ]] καθεῖσαν (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄) ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1181· καθ. τι ἐς [[πῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1034· νάρθηκ’ ἐς [[πέδον]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 706· καθ. σπονδάς, σπένδειν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 60· οὐ δραπέτην τὴν κλῆρον ἐς [[μέσον]] καθείς, δὲν ἔρριψε κλῆρον τοιοῦτον [[ὥστε]] ν’ ἀποφύγῃ τὴν [[μετὰ]] τοῦ Ἕκτορος μάχην, Σοφ. Αἴ. 1285, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. - κατ. ἄγκυραν Ἡρόδ. 7. 36· τὰ δίκτυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 12: - μὴ δύνασθαι κατιεμένην καταπειρητηρίην ἐς βυσσὸν ἰέναι, νὰ μὴ δύναται ῥιπτομένη βολὶς νὰ φθάσῃ εἰς τὸν πάτον (πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ βάθους), Ἡρόδ. 2. 28· ἐπὶ ὑδάτων, χύνομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], Πλάτ. Φαίδ. 112Ε· οὐδεὶς [[καθεὶς]] ἐδυνήθη [[πέρας]] εὑρεῖν, διὰ τῆς βολίδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· [[οὕτως]], οἵαν πρόφασιν καθῆκε (ἀστεῖον, παρὰ προσδοκίαν, ὡς εἰ εἶχε κατὰ νοῦν νὰ εἴπῃ, [[οἷον]] [[ἄγκιστρον]]) Ἀριστοφ. Σφ. 174· λόγους συμβατηρίους καθ., προτείνειν, ῥίπτειν εἰς τὸ [[μέσον]] λόγους συμβιβαστικοὺς περὶ εἰρήνης, Δίων Κ. 41. 47· ἐβουλήθησαν πεῖραν καθεῖναι, ἠθέλησαν νὰ κάμωσι δοκιμήν, ἀπόπειραν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 13, π. Ζ. 1. 57: - καὶ πρῶτον μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας, καὶ πρῶτον μὲν ἀφῆκαν τὰ μαλλιὰ των νὰ πέσουν εἰς τοὺς ὤμους των, Εὐρ. Βάκχ. 695, πρβλ. Ι. Τ. 52· τὸν πώγωνά τε [[ὅταν]] καθῶμεν, [[ὅταν]] ἀφήσωμεν νὰ κρέμωνται [[κάτω]] τὰ γένειά μας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 100, πρβλ. Θεσμ. 841· καὶ ἐν τῷ Παθ., καθειμένος τὸν πώγωνα Πλουτ. Φωκ. 10· τὸ [[γένειον]] αὐτῷ καθεῖτο, εἶχεν ἀφειμένα μακρὰ γένεια, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 11. 10· - καὶ ἅμα λέγων [[ταῦτα]] καθεῖκε τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὶ τὴν γῆν, κατεβίβασεν αὐτὰ ἐπὶ τὴν γῆν, ἐπὶ ἀνθρώπου κεκλιμένου ἐπὶ κλίνης, Πλάτ. Φαίδων 61C· παρήγγελτο δὲ τὰ μὲν δόρατα ἐπὶ τὸν δεξιὸν ὦμον ἔχειν ἔως σημαίνοι τῇ σάλπιγγι· [[ἔπειτα]] δὲ εἰς προβολὴν καθιέντας, ἕπεσθαι [[βάδην]], καταβιβάσαντες αὐτὰ καὶ ἔχοντες ἕτοιμα πρὸς ἐπίθεσιν, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 25 καθ. τὰς κώπας, καταβιβάζειν αὐτὰς ἐντὸς τοῦ ὕδατος πρὸς ἀναχαίτισιν τῆς ὁρμῆς τοῦ πλοίου, Θουκ. 2. 91· - σπανίως ἐπὶ κτυπημάτος, δι’ ὀμφαλοῦ καθῆκεν [[ἔγχος]] Εὐρ. Φοίν. 1413· καθῆκε [[ξύλον]] παιδὸς ἐς [[κάρα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 933. - [[καθεῖσα]] πρὸς γαῖαν γόνυ, κλίνασα πρὸς τὴν γῆν τὸ γόνυ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 561· ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν, ἐγονάτισαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 333· - κεὶς [[ὕπνον]] καθῆκεν, τὸν ἐβύθισεν εἰς [[ὕπνον]], τὸν ἔκαμε νὰ ἀποκοιμηθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1006· τινὰ εἰς κίνδυνον Διον. Ἁλ. 5. 27· - κακ. τινὰ ἐς λειμώνων χλόην Εὐρ. Ι. Α. 423· εἰς ἀλλοτρίαν καθέντι χώραν στρατόπεδα, ὁδηγήσαντι, μεταβιβάσαντι, ἐπὶ στρατηγοῦ, Πολύβ. 3. 70, 11, πρβλ. 3. 92, 7· [[καθεὶς]] ἐνέδρας, τοποθετήσας, στήσας, ὁ αὐτ. 4. 63, 9. - Παθ., [[κατέρχομαι]], ἐπὶ μαστοῦ ζῴου, [[ἐνταῦθα]] ἐπὶ τοῦ μαστοῦ τῆς θηλείας ἵππου, Ἡρόδ. 4. 2., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 3· - [[ὡσαύτως]], ἐκτείνομαι [[κάτω]] πρὸς τὴν θάλασσαν, ὄρεσι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένοις Πλάτ. Κριτίας 118Α· καὶ οὐ καθεῖτο τὰ τείχη, δὲν κατέβαινον τὰ τείχη ([[μέχρι]] τοῦ Στρυμόνος), Θουκ. 4. 103, πρβλ. 5. 52: - ἀλλὰ τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς, [[χαμηλός]], βαθὺς [[τόνος]] τῆς φωνῆς, Ἡρῳδιαν. 5. 2. 2) [[πέμπω]] ἢ ἄγω εἰς τὸν ἀγῶνα, [[εἰσάγω]] εἰς τὸ [[στάδιον]], Λατ. demittere ad certamen, ἅρματα μὲν ἑπτὰ καθῆκα Θουκ. 6. 16· ζεύγη καθῆκε Ἰσοκρ. 353D· πλῆρες, οὐ γὰρ εἰς ἀγῶνα καθείκασιν Πλούτ. 2. 616C, κτλ.· καθ. δράματα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 552· τὴν πρώτην διδασκαλίαν Πλουτ. Κίμ. 8 (πρβλ. [[κάθεσις]])· - οὕτω καί, ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι... γνώμας καθεῖναι (κωμ. ἀντὶ προθεῖναι) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 397· τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε, εἰσήγαγε τοῦτο τὸ [[ἐπιχείρημα]], Δημ. 858. 10· κατὰ τὴν ἀγορὰν καθ. λογοποιοὺς ὁ αὐτ. 704, ἐν τέλ. 3) [[ἀποτείνω]], ἐπὶ τὸν Θεσμόπολιν καθῆκε τὸ [[σκῶμμα]] Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 34· [[πέμπω]] τι [[πρός]] τινα σκοπόν, [[τἆλλα]] δὲ φίλους καὶ ῥήτορας ἑτέρους καθιεὶς ἔπραττεν Πλούτ. Περικλ. 7. - Παθ. [[κατέρχομαι]], ἡ στρατηλασίη ἡ βασιλέως... κατίετο ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 138. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), [[κατέρχομαι]] βιαίως ὡς [[ἄνεμος]], [[ἔξειμι]] γάρ σοι λαμπρὸς ἤδη καὶ [[μέγας]] καθιεὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 430· καθέντες εἰς γόνυ προυβάλοντο τοὺς θυρεούς, κλίναντες ἑαυτοὺς πρὸς τὸ γόνυ προέτειναν τὰς ἀσπίδας, Πλουτ. Ἀντών. 45· καθ. εἰς ἀγῶνα, Λατ. descendere in arenam, ὁ αὐτ. 2. 616I), Λουκ. Ἀλέξ. 6· καθ. ἐς Ρόδον, [[φθάνω]] [[ἐκεῖ]], Πολύαιν. 5. 17, 2· - προβλ. [[συγκαθίημι]] II. καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 398.
|lstext='''καθίημι''': Ἰων. κατίημι: μέλλ. καθήσω: ἀόρ. α΄ καθῆκα, Ἐπικ. καθέηκα: πρκμ. καθεῖκα Λύσιππ. ἐν «Βάκχαις» 1, Δημ. 858. 10· (ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[ἵημι]]). Καταπέμπω, [[ῥίπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀφίνω, ἢ [[κάμνω]] νὰ πέσῃ τι, κὰδ δὲ κεραυνόν... ἦκε [[χαμᾶζε]] Ἰλ. Θ. 134· κατὰ δ’ [[ὑψόθεν]] ἦκεν ἐέρσας Λ. 53· [[οἶνον]] λαυκανίης καθέηκα, κατεβίβασα τὸν [[οἶνον]] εἰς τὸν λάρυγγά μου, Ω. 642· καθίετε ἵππους ἐν δίναις, βυθίσατε αὐτοὺς ἐν τῷ ποταμῷ, ὡς θυσίαν ἐις τὸν ποταμὸν θεόν, Φ. 132· ἱστία ἐς νῆας [[κάθεμεν]], κατεβιβάσαμεν, Ὀδ. Ι. 72· [[λαῖφος]] καθήσειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 555· σχοίνῳ σπυρίδα κατ., [[καταβιβάζω]] διὰ σχοινίου, Ἡρόδ. 5. 16· [[σῶμα]] πύργων καθ. Εὐρ. Τρῳ. 1011· ἐς ταύτην (τὴν λίμνην δηλ.) κοντὸν κατιεῖσι ἐπ’ ἄκρῳ μυρσίνην προσδήσαντες Ἡρόδ. 4. 195· ἐμαυτὸν εἰς ἅλα Εὐρ. Ἑλ. 1613· ὅπλα εἰς ἅλα ἀυτόθι 391· [[δέλεαρ]] καθεῖσαν (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄) ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1181· καθ. τι ἐς [[πῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1034· νάρθηκ’ ἐς [[πέδον]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 706· καθ. σπονδάς, σπένδειν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 60· οὐ δραπέτην τὴν κλῆρον ἐς [[μέσον]] καθείς, δὲν ἔρριψε κλῆρον τοιοῦτον [[ὥστε]] ν’ ἀποφύγῃ τὴν μετὰ τοῦ Ἕκτορος μάχην, Σοφ. Αἴ. 1285, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. - κατ. ἄγκυραν Ἡρόδ. 7. 36· τὰ δίκτυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 12: - μὴ δύνασθαι κατιεμένην καταπειρητηρίην ἐς βυσσὸν ἰέναι, νὰ μὴ δύναται ῥιπτομένη βολὶς νὰ φθάσῃ εἰς τὸν πάτον (πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ βάθους), Ἡρόδ. 2. 28· ἐπὶ ὑδάτων, χύνομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], Πλάτ. Φαίδ. 112Ε· οὐδεὶς [[καθεὶς]] ἐδυνήθη [[πέρας]] εὑρεῖν, διὰ τῆς βολίδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· [[οὕτως]], οἵαν πρόφασιν καθῆκε (ἀστεῖον, παρὰ προσδοκίαν, ὡς εἰ εἶχε κατὰ νοῦν νὰ εἴπῃ, [[οἷον]] [[ἄγκιστρον]]) Ἀριστοφ. Σφ. 174· λόγους συμβατηρίους καθ., προτείνειν, ῥίπτειν εἰς τὸ [[μέσον]] λόγους συμβιβαστικοὺς περὶ εἰρήνης, Δίων Κ. 41. 47· ἐβουλήθησαν πεῖραν καθεῖναι, ἠθέλησαν νὰ κάμωσι δοκιμήν, ἀπόπειραν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 13, π. Ζ. 1. 57: - καὶ πρῶτον μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας, καὶ πρῶτον μὲν ἀφῆκαν τὰ μαλλιὰ των νὰ πέσουν εἰς τοὺς ὤμους των, Εὐρ. Βάκχ. 695, πρβλ. Ι. Τ. 52· τὸν πώγωνά τε [[ὅταν]] καθῶμεν, [[ὅταν]] ἀφήσωμεν νὰ κρέμωνται [[κάτω]] τὰ γένειά μας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 100, πρβλ. Θεσμ. 841· καὶ ἐν τῷ Παθ., καθειμένος τὸν πώγωνα Πλουτ. Φωκ. 10· τὸ [[γένειον]] αὐτῷ καθεῖτο, εἶχεν ἀφειμένα μακρὰ γένεια, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 11. 10· - καὶ ἅμα λέγων [[ταῦτα]] καθεῖκε τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὶ τὴν γῆν, κατεβίβασεν αὐτὰ ἐπὶ τὴν γῆν, ἐπὶ ἀνθρώπου κεκλιμένου ἐπὶ κλίνης, Πλάτ. Φαίδων 61C· παρήγγελτο δὲ τὰ μὲν δόρατα ἐπὶ τὸν δεξιὸν ὦμον ἔχειν ἔως σημαίνοι τῇ σάλπιγγι· [[ἔπειτα]] δὲ εἰς προβολὴν καθιέντας, ἕπεσθαι [[βάδην]], καταβιβάσαντες αὐτὰ καὶ ἔχοντες ἕτοιμα πρὸς ἐπίθεσιν, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 25 καθ. τὰς κώπας, καταβιβάζειν αὐτὰς ἐντὸς τοῦ ὕδατος πρὸς ἀναχαίτισιν τῆς ὁρμῆς τοῦ πλοίου, Θουκ. 2. 91· - σπανίως ἐπὶ κτυπημάτος, δι’ ὀμφαλοῦ καθῆκεν [[ἔγχος]] Εὐρ. Φοίν. 1413· καθῆκε [[ξύλον]] παιδὸς ἐς [[κάρα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 933. - [[καθεῖσα]] πρὸς γαῖαν γόνυ, κλίνασα πρὸς τὴν γῆν τὸ γόνυ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 561· ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν, ἐγονάτισαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 333· - κεὶς [[ὕπνον]] καθῆκεν, τὸν ἐβύθισεν εἰς [[ὕπνον]], τὸν ἔκαμε νὰ ἀποκοιμηθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1006· τινὰ εἰς κίνδυνον Διον. Ἁλ. 5. 27· - κακ. τινὰ ἐς λειμώνων χλόην Εὐρ. Ι. Α. 423· εἰς ἀλλοτρίαν καθέντι χώραν στρατόπεδα, ὁδηγήσαντι, μεταβιβάσαντι, ἐπὶ στρατηγοῦ, Πολύβ. 3. 70, 11, πρβλ. 3. 92, 7· [[καθεὶς]] ἐνέδρας, τοποθετήσας, στήσας, ὁ αὐτ. 4. 63, 9. - Παθ., [[κατέρχομαι]], ἐπὶ μαστοῦ ζῴου, [[ἐνταῦθα]] ἐπὶ τοῦ μαστοῦ τῆς θηλείας ἵππου, Ἡρόδ. 4. 2., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 3· - [[ὡσαύτως]], ἐκτείνομαι [[κάτω]] πρὸς τὴν θάλασσαν, ὄρεσι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένοις Πλάτ. Κριτίας 118Α· καὶ οὐ καθεῖτο τὰ τείχη, δὲν κατέβαινον τὰ τείχη ([[μέχρι]] τοῦ Στρυμόνος), Θουκ. 4. 103, πρβλ. 5. 52: - ἀλλὰ τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς, [[χαμηλός]], βαθὺς [[τόνος]] τῆς φωνῆς, Ἡρῳδιαν. 5. 2. 2) [[πέμπω]] ἢ ἄγω εἰς τὸν ἀγῶνα, [[εἰσάγω]] εἰς τὸ [[στάδιον]], Λατ. demittere ad certamen, ἅρματα μὲν ἑπτὰ καθῆκα Θουκ. 6. 16· ζεύγη καθῆκε Ἰσοκρ. 353D· πλῆρες, οὐ γὰρ εἰς ἀγῶνα καθείκασιν Πλούτ. 2. 616C, κτλ.· καθ. δράματα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 552· τὴν πρώτην διδασκαλίαν Πλουτ. Κίμ. 8 (πρβλ. [[κάθεσις]])· - οὕτω καί, ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι... γνώμας καθεῖναι (κωμ. ἀντὶ προθεῖναι) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 397· τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε, εἰσήγαγε τοῦτο τὸ [[ἐπιχείρημα]], Δημ. 858. 10· κατὰ τὴν ἀγορὰν καθ. λογοποιοὺς ὁ αὐτ. 704, ἐν τέλ. 3) [[ἀποτείνω]], ἐπὶ τὸν Θεσμόπολιν καθῆκε τὸ [[σκῶμμα]] Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 34· [[πέμπω]] τι [[πρός]] τινα σκοπόν, [[τἆλλα]] δὲ φίλους καὶ ῥήτορας ἑτέρους καθιεὶς ἔπραττεν Πλούτ. Περικλ. 7. - Παθ. [[κατέρχομαι]], ἡ στρατηλασίη ἡ βασιλέως... κατίετο ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 138. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), [[κατέρχομαι]] βιαίως ὡς [[ἄνεμος]], [[ἔξειμι]] γάρ σοι λαμπρὸς ἤδη καὶ [[μέγας]] καθιεὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 430· καθέντες εἰς γόνυ προυβάλοντο τοὺς θυρεούς, κλίναντες ἑαυτοὺς πρὸς τὸ γόνυ προέτειναν τὰς ἀσπίδας, Πλουτ. Ἀντών. 45· καθ. εἰς ἀγῶνα, Λατ. descendere in arenam, ὁ αὐτ. 2. 616I), Λουκ. Ἀλέξ. 6· καθ. ἐς Ρόδον, [[φθάνω]] [[ἐκεῖ]], Πολύαιν. 5. 17, 2· - προβλ. [[συγκαθίημι]] II. καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 398.
}}
}}
{{bailly
{{bailly