ὑφίστημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφίστημι''': μέλλ. ὑποστήσω· ἀόρ. ὑπέστησα· ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] μεταβατικόν, «στήνω» ἢ τοποθετῶ [[ὑποκάτω]], ὑποστήσαντες [τῷ χαλκηΐῳ] [[τρεῖς]] κολοσσούς, στήσαντες [[ὑποκάτω]], ἵνα ὑποβαστάζωσιν αὐτό, Ἡρόδ. 4. 152· ὑπ. προθύρῳ κίονας Πινδ. Ο. 6. 1· καὶ μεταφορ., χώραν ὑπέσπασε ξένοις κίονα, «[[ἤτοι]] θείαν ἢ ὀλβίαν, τουτέστιν, ὑποκειμένην ἐποίησεν εἰς ἀνάπαυσιν καὶ ἀσφάλειαν παντοδαπῶν ξένων, ὡσπερεί τινα κίονα ὀλβίαν» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 8. 35, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. J. W. Donaldson.· [[ἄνευ]] δοτ., ὁ γαμέων [[τρεῖς]] σταυροὺς ὑπίστησι, ἐμπήγει [[τρεῖς]] ξυλίνους στύλους ἐν τῇ λίμνῃ πρὸς ὑποστήριξιν τῆς οἰκίας, Ἡρόδ. 5. 16· ὑφ. κλῶνας Ξεν, Κυνηγ. 10. 7· ἐρείσματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 24, κλπ.· ― μεταφορ. γνώμας ὑποστήσας σοφάς, ἀφ’ οὗ ἔστησας ὡς θεμέλια γνώμας σοφάς, ἀφ’ οὗ ἔκαμες ἀρχὴν μὲ αὐτάς, Σοφ. Αἴ. 1091· ὑπ. δόλον Εὐρ. Ἠλ. 983· ἴδε κατωτ. Β. Ι 1. 2) τοποθετῶ κρυφίως, τοὺς δορυφόρους Ἡρόδ. 5. 92, 7· [[διορίζω]], ὑποστήσας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς Ξεν. Ἑλλ 4. 1, 26· ὑπέστησε τὴν [[ἑαυτοῦ]] ναῦν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις, μὲ τὴν πρῷραν πρὸς αὐτούς, Πολύβ. 1. 50, 6· ἴδε κατωτ. Β. IV. ΙΙ. καὶ τὸ μέσ. ἔχει μεταβατ. σημασίαν, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. α΄, προεκθέτω, δίδω καλήν τινα ἐλπίδα ἐπὶ τῆς ὁποίας νὰ στηριχθῇ τις, θέτω ὡς βάσιν, εἰ μή τι πιστὸν τῷδ’ ὑποστήσει στόλῳ (ὑποστήσεις Wellauer) Αἰσχ. Ἱκ. 461· ὑποστήσασθαι ἀρχὰς ψευδεῖς Πολύβ. 3. 48, 9· [[ἐπειδὰν]] ὑποθέσεις εὐπεριλήπτους ὑποστήσωνται καὶ στενὰς ὁ αὐτ. 7. 7, 6. 2) [[ἀντικαθίστημι]], ὑπεστήσατό τί τινι, τὶ ἀντ’ ἄλλου, Ξεν. Ἀγησ. 9. 1. 3) ὑποθέτω, [[νομίζω]], ὡς τὸ [[ὑπολαμβάνω]], μετ’ ἀπαρ., τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῖν ([[ἔνθα]] σημείωσαι τὸν ἐνεστ.) Διόδωρ. 1. 11· ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. κατὰ τὸ πλεῖστον παραλείπεται, ἄφθαρτον ὑποστήσασθαι τὸν κόσμον [[αὐτόθι]] 6, πρβλ. 12, Διογέν. Λαέρτ. 2. 86. 4) θέτω ἐμπρός μου ὡς [[παράδειγμα]] πρὸς μίμησιν, ἅπαντας μὲν οὖν χρὴ τοὺς νοῦν ἔχοντας τὸν κράτιστον ὑποστησαμένους πειρᾶσθαι γίγνεσθαι τοιούτους Ἰσοκρ. 105C. Β. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ ἐνεργ. πρκμ. (ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ ἀορ. β΄). Ἵσταμαι [[ὑποκάτω]] ὡς [[στήριγμα]], ὑπεστᾶσι κολοσσοί... τῇ αὐλῇ Ἡρόδ. 2. 153· τοὺς σταυροὺς τοὺς ὑπεστεῶτας τοῖς ἰκρίοισι ὁ αὐτ. 5. 16· τὸ ὑφεστὼς τῷ βάρει Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 9. 3· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2) ἵσταμαι ἢ [[μένω]] [[ὑποκάτω]], δονέουσι τὸ [[γάλα]], καὶ τὸ μὲν [[αὐτοῦ]] ἐπιστάμενον ἀπαρύσαντες ἡγεῦνται [[εἶναι]] τιμιώτατον, τὸ δὲ ὑπιστάμενον ἔσσον τοῦ ἑτέρου Ἡρόδ. 4. 2· ἐπὶ τῆς ὑποστάσεως τῶν οὔρων, ὁκόσοισιν ἐν τῷ οὔρῳ ψαμμώδεα ὑφίσταται, τουτέοισι ἡ [[κύστις]] λιθιᾷ Ἱππ. Ἀφορ. 1252, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιπολάζον, ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 4. 4, 1· πρὸς τὸ ἐπιπλέον, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. θέτω ἐμαυτὸν ὑπό τι, [[ἀναλαμβάνω]] ἢ ὑπισχνοῦμαι νὰ ἐκτελέσω τι, μετ. ἀπαρ. μέλλ., ὅσσ’ Ἀχιλῆι... ὑπέστημεν δώσειν Ἰλ. Τ. 195, πρβλ. Ὀδ. Κ. 483, Ἡροδ. 9. 94· θύσειν ὑπέστης παῖδα Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 360, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 716, Πλάτ. Νόμ. 751D· ― μετ’ ἀπαρ. ἀορ., οὔ τίς με... ὑπέστη σαῶσαι Ἰλ. Φ 273· πᾶν ὑποστὰς εἰπεῖν Δημ. 551. 27· μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., ὑπέστησαν ποιέειν [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 3. 128· ὑφ. τὴν τάξιν ἔχειν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 3, 35· ― τὸ ἀπαρ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται, ὡς... ὑπέστην καὶ κατένευσα (ἐξυπακ. ἔσεσθαι) Ἰλ. Δ. 267· ― ἀπολ., ἢ [[ἔπος]] ἠέ τι [[ἔργον]] ὑποστὰς οὐκ ἐτέλεσσεν, ἐν ᾧ ἔδωκεν ὑπόσχεσιν, Ὀδ. Γ. 99, πρβλ. Ἰλ. Φ. 457, Ἡροδ. 3. 127., 9. 34, Λυσί. 153. 31, Ξεν., κλπ.· [[ὥσπερ]] ὑπέστη, ὡς ὑπέσχετο, Θουκ. 4. 39., 8. 29· ― [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὥς οἱ ὑπέστην, ὡς ὑπεσχόμην αὐτῷ, Ἰλ. Ο. 75· ― [[ἐνίοτε]] μετ. αἰτ. τοῦ ἀντικειμ. [[ἔνθα]] [[ὅμως]] δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πάντα τελευτήσεις ὅσ’ ὑπέστης... Πριάμῳ Ν. 375· τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη Τ. 243, πρβλ. Λ. 244· ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν Β. 286, πρβλ. Κ. 483· ἦ ῥ’ ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ, Ἴλιον ἐκπέρσαντ’... ἀπονέεσθαι, «[[ὄντως]] που μάταιον λόγον ὑπεσχόμεθα τῷ Μενελάῳ, ἐκπορθήσαντα τήν... Ἴλιον ὑποστρέψαι» (Γαζ.), Ἰλ. Ε. 715. 2) ὑποτάσσομαι εἴς τινα, [[ὑποκύπτω]], καί μοι ὑποστήτω, «παραχωρησάτω, ὑπειξάτω» (Γαζ.) Ἰλ Ι. 160· ― μετ’ ἀπαρ. ἀορ., ὑπ. θανεῖν, κατθανεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 706, Ἴων 1415. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑποτάσσομαι εἴς τι, συναινῶ εἴς τι, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος, ὁ συναινῶν νὰ λάβῃ τὸ ἐλάχιστον, Ἡρόδ. 1. 196· ὑφ. τὸν πλοῦν, [[ἀναλαμβάνω]] αὐτὸν ἀκουσίως, Θουκ. 4. 28· [[οὕτως]], ὑφ. τὸν κίνδυνον ὁ αὐτ. 2. 61, Λυσί. 115. 2, κλπ.· ἀγῶνας Θουκ. 3. 57· πόνον Εὐρ. Ἱκ. 189· τὰς συμφορὰς γὰρ [[ὅστις]] οὐκ ἐπίσταται... ὃν τρόπον χρεὼν φέρειν, οὐδ’ ἀνδρὸς ἂν δύναιθ’ ὑποστῆναι [[βέλος]], νὰ ὑπομείνῃ αὐτὸ ἢ νὰ ἀντικρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1350· ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 415· πόλεμον Πολύβ. κλπ.· ― σπαν. [[μετὰ]] δοτ., ὑφ. ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις Θουκ. 2. 61· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., τούτους ἐξαπατᾶν ὑπέστησαν, τούτους ἀνέλαβον νὰ ἐξαπατήσωσιν, Δημ. 363. 6· ― ἀπολ., ὑποτάσσομαι μεθ’ ὑπομονῆς, ὁ αὐτ. 1421. 20. β) [[ἀναλαμβάνω]] ἀξίωμά τι, [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας τοῦ ἀκουσίως καὶ ἐξ ἀνάγκης, ἔπειθεν αὐτὸν (δηλ. [[ἕκαστος]] τῶν στρατηγῶν) ὑποστῆναι τὴν ἀρχὴν Ξεν. Ἀν. 6. 1, 19 καὶ 31· γυμνασιαρχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 1365· στρατηγίαν [[αὐτόθι]] 3178, Πλουτ. Κάμιλλ. 37· ― [[ὡσαύτως]], ὑπέστην [[τριήραρχος]] Λυσί. 182. 9· χορηγὸς Δημ. 536. 20· καὶ ποιητ., [[δέκτωρ]] ὑπέστης αἵματος Αἰσχύλ. Εὐμ. 204· ― μεταφορ., λόγους μὲν περὶ τοῦ πολέμου δεινοὺς παρέχει, ψυχὴν δὲ Τέλητος ὑπέστης Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 1. ΙΙΙ. [[κεῖμαι]] κεκρυμμένος ἢ ἐνεδρεύων, Ἡρόδ. 8. 91, Εὐρ. Ἀνδρ. 1114, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 14, ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2, [[ὑφίημι]] Ι. 3, [[ὑφεῖσα]]. IV. ἀνθίσταμαι εἰς προσβολήν, [[μετὰ]] δοτ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 87, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 11, κλπ.· μετ’ αἰτ., Εὐρ. Κύκλ. 200, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1349, Θουκ. 1. 144., 4. 59· ― ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, ἀνθίσταμαι κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Λατ. subsistere, Εὐρ. Φοίν. 1470, Θουκ. 4. 54., 8. 68, Ξεν., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 4. 2, 31· ὑποσταθείς, ἀντίθετ. τῷ φεύγων, Εὐρ. Ρῆσ. 315· ἐπὶ τῶν νεφῶν, ἀντίθετ. τῷ προωθεῖσθαι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 7. 2) ὑφίσταμαι, [[ὑπάρχω]], ἔχω ὑπόστασιν πραγματικήν, (πρβλ. [[ὑπόστασις]] ΙΙΙ), κατ’ ἰδίαν ὑφεστὼς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 183 (σ 1509b. 24), πρβλ. Πλούτ. 2. 1081F· ἐκ τοῦ μηδ’ ὄντος μηδ’ ὑφεστῶτος [[αὐτόθι]] 829C· τὰ ὑφεστῶτα, τὰ ἐν ἐνεργείᾳ πράγματα Πολύβ. 6. 14. 5. 3) [[συνᾴδω]] ἐμαυτῷ, ἔχω ὑπόστασιν ἀεὶ συνᾴδουσαν ἐμοί, Λουκ. Παράσ. 27. V. [[διαδέχομαι]], ἀκολουθῶ μετά τινα, μετ’ αἰτ., Πλάτ. Φίληβ. 19Α. VI. ἡ [[κοιλία]] ὑφίσταται, ἔχει ἔμφραξιν, Πλούτ. 2. 134Ε. VII. ἐγείρομαι ἐσωτερικῶς, τινι, ἐπὶ ἀκουσίων αἰσθημάτων, Πολύβ. 11. 30, 2. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 453, 520.
|lstext='''ὑφίστημι''': μέλλ. ὑποστήσω· ἀόρ. ὑπέστησα· ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] μεταβατικόν, «στήνω» ἢ τοποθετῶ [[ὑποκάτω]], ὑποστήσαντες [τῷ χαλκηΐῳ] [[τρεῖς]] κολοσσούς, στήσαντες [[ὑποκάτω]], ἵνα ὑποβαστάζωσιν αὐτό, Ἡρόδ. 4. 152· ὑπ. προθύρῳ κίονας Πινδ. Ο. 6. 1· καὶ μεταφορ., χώραν ὑπέσπασε ξένοις κίονα, «[[ἤτοι]] θείαν ἢ ὀλβίαν, τουτέστιν, ὑποκειμένην ἐποίησεν εἰς ἀνάπαυσιν καὶ ἀσφάλειαν παντοδαπῶν ξένων, ὡσπερεί τινα κίονα ὀλβίαν» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 8. 35, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. J. W. Donaldson.· [[ἄνευ]] δοτ., ὁ γαμέων [[τρεῖς]] σταυροὺς ὑπίστησι, ἐμπήγει [[τρεῖς]] ξυλίνους στύλους ἐν τῇ λίμνῃ πρὸς ὑποστήριξιν τῆς οἰκίας, Ἡρόδ. 5. 16· ὑφ. κλῶνας Ξεν, Κυνηγ. 10. 7· ἐρείσματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 24, κλπ.· ― μεταφορ. γνώμας ὑποστήσας σοφάς, ἀφ’ οὗ ἔστησας ὡς θεμέλια γνώμας σοφάς, ἀφ’ οὗ ἔκαμες ἀρχὴν μὲ αὐτάς, Σοφ. Αἴ. 1091· ὑπ. δόλον Εὐρ. Ἠλ. 983· ἴδε κατωτ. Β. Ι 1. 2) τοποθετῶ κρυφίως, τοὺς δορυφόρους Ἡρόδ. 5. 92, 7· [[διορίζω]], ὑποστήσας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς Ξεν. Ἑλλ 4. 1, 26· ὑπέστησε τὴν [[ἑαυτοῦ]] ναῦν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις, μὲ τὴν πρῷραν πρὸς αὐτούς, Πολύβ. 1. 50, 6· ἴδε κατωτ. Β. IV. ΙΙ. καὶ τὸ μέσ. ἔχει μεταβατ. σημασίαν, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. α΄, προεκθέτω, δίδω καλήν τινα ἐλπίδα ἐπὶ τῆς ὁποίας νὰ στηριχθῇ τις, θέτω ὡς βάσιν, εἰ μή τι πιστὸν τῷδ’ ὑποστήσει στόλῳ (ὑποστήσεις Wellauer) Αἰσχ. Ἱκ. 461· ὑποστήσασθαι ἀρχὰς ψευδεῖς Πολύβ. 3. 48, 9· [[ἐπειδὰν]] ὑποθέσεις εὐπεριλήπτους ὑποστήσωνται καὶ στενὰς ὁ αὐτ. 7. 7, 6. 2) [[ἀντικαθίστημι]], ὑπεστήσατό τί τινι, τὶ ἀντ’ ἄλλου, Ξεν. Ἀγησ. 9. 1. 3) ὑποθέτω, [[νομίζω]], ὡς τὸ [[ὑπολαμβάνω]], μετ’ ἀπαρ., τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῖν ([[ἔνθα]] σημείωσαι τὸν ἐνεστ.) Διόδωρ. 1. 11· ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. κατὰ τὸ πλεῖστον παραλείπεται, ἄφθαρτον ὑποστήσασθαι τὸν κόσμον [[αὐτόθι]] 6, πρβλ. 12, Διογέν. Λαέρτ. 2. 86. 4) θέτω ἐμπρός μου ὡς [[παράδειγμα]] πρὸς μίμησιν, ἅπαντας μὲν οὖν χρὴ τοὺς νοῦν ἔχοντας τὸν κράτιστον ὑποστησαμένους πειρᾶσθαι γίγνεσθαι τοιούτους Ἰσοκρ. 105C. Β. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ ἐνεργ. πρκμ. (ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ ἀορ. β΄). Ἵσταμαι [[ὑποκάτω]] ὡς [[στήριγμα]], ὑπεστᾶσι κολοσσοί... τῇ αὐλῇ Ἡρόδ. 2. 153· τοὺς σταυροὺς τοὺς ὑπεστεῶτας τοῖς ἰκρίοισι ὁ αὐτ. 5. 16· τὸ ὑφεστὼς τῷ βάρει Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 9. 3· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2) ἵσταμαι ἢ [[μένω]] [[ὑποκάτω]], δονέουσι τὸ [[γάλα]], καὶ τὸ μὲν [[αὐτοῦ]] ἐπιστάμενον ἀπαρύσαντες ἡγεῦνται [[εἶναι]] τιμιώτατον, τὸ δὲ ὑπιστάμενον ἔσσον τοῦ ἑτέρου Ἡρόδ. 4. 2· ἐπὶ τῆς ὑποστάσεως τῶν οὔρων, ὁκόσοισιν ἐν τῷ οὔρῳ ψαμμώδεα ὑφίσταται, τουτέοισι ἡ [[κύστις]] λιθιᾷ Ἱππ. Ἀφορ. 1252, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιπολάζον, ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 4. 4, 1· πρὸς τὸ ἐπιπλέον, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. θέτω ἐμαυτὸν ὑπό τι, [[ἀναλαμβάνω]] ἢ ὑπισχνοῦμαι νὰ ἐκτελέσω τι, μετ. ἀπαρ. μέλλ., ὅσσ’ Ἀχιλῆι... ὑπέστημεν δώσειν Ἰλ. Τ. 195, πρβλ. Ὀδ. Κ. 483, Ἡροδ. 9. 94· θύσειν ὑπέστης παῖδα Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 360, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 716, Πλάτ. Νόμ. 751D· ― μετ’ ἀπαρ. ἀορ., οὔ τίς με... ὑπέστη σαῶσαι Ἰλ. Φ 273· πᾶν ὑποστὰς εἰπεῖν Δημ. 551. 27· μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., ὑπέστησαν ποιέειν [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 3. 128· ὑφ. τὴν τάξιν ἔχειν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 3, 35· ― τὸ ἀπαρ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται, ὡς... ὑπέστην καὶ κατένευσα (ἐξυπακ. ἔσεσθαι) Ἰλ. Δ. 267· ― ἀπολ., ἢ [[ἔπος]] ἠέ τι [[ἔργον]] ὑποστὰς οὐκ ἐτέλεσσεν, ἐν ᾧ ἔδωκεν ὑπόσχεσιν, Ὀδ. Γ. 99, πρβλ. Ἰλ. Φ. 457, Ἡροδ. 3. 127., 9. 34, Λυσί. 153. 31, Ξεν., κλπ.· [[ὥσπερ]] ὑπέστη, ὡς ὑπέσχετο, Θουκ. 4. 39., 8. 29· ― μετὰ δοτ. προσ., ὥς οἱ ὑπέστην, ὡς ὑπεσχόμην αὐτῷ, Ἰλ. Ο. 75· ― [[ἐνίοτε]] μετ. αἰτ. τοῦ ἀντικειμ. [[ἔνθα]] [[ὅμως]] δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πάντα τελευτήσεις ὅσ’ ὑπέστης... Πριάμῳ Ν. 375· τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη Τ. 243, πρβλ. Λ. 244· ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν Β. 286, πρβλ. Κ. 483· ἦ ῥ’ ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ, Ἴλιον ἐκπέρσαντ’... ἀπονέεσθαι, «[[ὄντως]] που μάταιον λόγον ὑπεσχόμεθα τῷ Μενελάῳ, ἐκπορθήσαντα τήν... Ἴλιον ὑποστρέψαι» (Γαζ.), Ἰλ. Ε. 715. 2) ὑποτάσσομαι εἴς τινα, [[ὑποκύπτω]], καί μοι ὑποστήτω, «παραχωρησάτω, ὑπειξάτω» (Γαζ.) Ἰλ Ι. 160· ― μετ’ ἀπαρ. ἀορ., ὑπ. θανεῖν, κατθανεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 706, Ἴων 1415. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑποτάσσομαι εἴς τι, συναινῶ εἴς τι, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος, ὁ συναινῶν νὰ λάβῃ τὸ ἐλάχιστον, Ἡρόδ. 1. 196· ὑφ. τὸν πλοῦν, [[ἀναλαμβάνω]] αὐτὸν ἀκουσίως, Θουκ. 4. 28· [[οὕτως]], ὑφ. τὸν κίνδυνον ὁ αὐτ. 2. 61, Λυσί. 115. 2, κλπ.· ἀγῶνας Θουκ. 3. 57· πόνον Εὐρ. Ἱκ. 189· τὰς συμφορὰς γὰρ [[ὅστις]] οὐκ ἐπίσταται... ὃν τρόπον χρεὼν φέρειν, οὐδ’ ἀνδρὸς ἂν δύναιθ’ ὑποστῆναι [[βέλος]], νὰ ὑπομείνῃ αὐτὸ ἢ νὰ ἀντικρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1350· ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 415· πόλεμον Πολύβ. κλπ.· ― σπαν. μετὰ δοτ., ὑφ. ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις Θουκ. 2. 61· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., τούτους ἐξαπατᾶν ὑπέστησαν, τούτους ἀνέλαβον νὰ ἐξαπατήσωσιν, Δημ. 363. 6· ― ἀπολ., ὑποτάσσομαι μεθ’ ὑπομονῆς, ὁ αὐτ. 1421. 20. β) [[ἀναλαμβάνω]] ἀξίωμά τι, μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἀκουσίως καὶ ἐξ ἀνάγκης, ἔπειθεν αὐτὸν (δηλ. [[ἕκαστος]] τῶν στρατηγῶν) ὑποστῆναι τὴν ἀρχὴν Ξεν. Ἀν. 6. 1, 19 καὶ 31· γυμνασιαρχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 1365· στρατηγίαν [[αὐτόθι]] 3178, Πλουτ. Κάμιλλ. 37· ― [[ὡσαύτως]], ὑπέστην [[τριήραρχος]] Λυσί. 182. 9· χορηγὸς Δημ. 536. 20· καὶ ποιητ., [[δέκτωρ]] ὑπέστης αἵματος Αἰσχύλ. Εὐμ. 204· ― μεταφορ., λόγους μὲν περὶ τοῦ πολέμου δεινοὺς παρέχει, ψυχὴν δὲ Τέλητος ὑπέστης Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 1. ΙΙΙ. [[κεῖμαι]] κεκρυμμένος ἢ ἐνεδρεύων, Ἡρόδ. 8. 91, Εὐρ. Ἀνδρ. 1114, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 14, ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2, [[ὑφίημι]] Ι. 3, [[ὑφεῖσα]]. IV. ἀνθίσταμαι εἰς προσβολήν, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 87, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 11, κλπ.· μετ’ αἰτ., Εὐρ. Κύκλ. 200, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1349, Θουκ. 1. 144., 4. 59· ― ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, ἀνθίσταμαι κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Λατ. subsistere, Εὐρ. Φοίν. 1470, Θουκ. 4. 54., 8. 68, Ξεν., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 4. 2, 31· ὑποσταθείς, ἀντίθετ. τῷ φεύγων, Εὐρ. Ρῆσ. 315· ἐπὶ τῶν νεφῶν, ἀντίθετ. τῷ προωθεῖσθαι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 7. 2) ὑφίσταμαι, [[ὑπάρχω]], ἔχω ὑπόστασιν πραγματικήν, (πρβλ. [[ὑπόστασις]] ΙΙΙ), κατ’ ἰδίαν ὑφεστὼς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 183 (σ 1509b. 24), πρβλ. Πλούτ. 2. 1081F· ἐκ τοῦ μηδ’ ὄντος μηδ’ ὑφεστῶτος [[αὐτόθι]] 829C· τὰ ὑφεστῶτα, τὰ ἐν ἐνεργείᾳ πράγματα Πολύβ. 6. 14. 5. 3) [[συνᾴδω]] ἐμαυτῷ, ἔχω ὑπόστασιν ἀεὶ συνᾴδουσαν ἐμοί, Λουκ. Παράσ. 27. V. [[διαδέχομαι]], ἀκολουθῶ μετά τινα, μετ’ αἰτ., Πλάτ. Φίληβ. 19Α. VI. ἡ [[κοιλία]] ὑφίσταται, ἔχει ἔμφραξιν, Πλούτ. 2. 134Ε. VII. ἐγείρομαι ἐσωτερικῶς, τινι, ἐπὶ ἀκουσίων αἰσθημάτων, Πολύβ. 11. 30, 2. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 453, 520.
}}
}}
{{bailly
{{bailly