ὑφίστημι

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφίστημι Medium diacritics: ὑφίστημι Low diacritics: υφίστημι Capitals: ΥΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: hyphístēmi Transliteration B: hyphistēmi Transliteration C: yfistimi Beta Code: u(fi/sthmi

English (LSJ)

Ion. ὑπίστημι Hdt.5.16, al.:
Afut. ὑποστήσω E.El.983: aor. ὑπέστησα, Dor. ὑπέστᾱσα Pi.O.8.26:—Causal, place under or set under, ὑποστήσαντες [τῷ χαλκηΐῳ] τρεῖς κολοσσούς having set them under it, to support it, Hdt.4.152; ὑ. προθύρῳ κίονας Pi.O.6.1: metaph., χώραν ὑπέστᾱσε ξένοις κίονα ib.8.26: without dat., τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι plants three piles in the lake to support a house, Hdt.5.16; ὑ. κλῶνας X.Cyn.10.7; ἐρείσματα Arist.HA625a12, etc.: metaph., γνώμας ὑποστήσας σοφάς having laid them as a foundation, having begun with them, S.Aj.1091; ὑ. δόλον E. l.c.; v. infr. B.1.1.
2 post secretly or post in ambush, τοὺς δορυφόρους Hdt.5.92.ή; ταξάρχους X.HG4.1.26.
3 bring to a halt, hold up, ὑποστήσαντες (sc. τοὺς στρατιώτας) ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί Id.An.4.1.14 (v.l. ὑποστάντες, v. infr. B. 111); ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις stationed it, Plb. 1.50.6.
4 give substance to, cause to subsist, 'hypostatize', Plot.6.7.40, al.; treat as subsisting, ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστὰς τὸ ὄν Id.5.1.4; ὑφίστησι μὲν τὸ ὅλον, ὑφίσταται δὲ τὰ μέρη Dam.Pr.271, cf. Procl. Inst.28.
II Med. also in causal sense, mostly fut. and aor. 1, lay down, premise, εἰ μή τι πιστὸν τῷδ' ὑποστήσει στόλῳ A.Supp. 461; ἀρχὰς ψευδεῖς ὑποστήσασθαι Plb.3.48.9; ἐπειδὰν ὑποθέσεις εὐπεριλήπτους . . ὑποστήσωνται Id.7.7.6.
2 substitute one thing for another, τὸν τρόπον τῇ τοῦ Πέρσου ἀλαζονείᾳ X.Ages.9.1.
3 conceive, suppose, c. acc. et inf., τῷ -στησαμένῳ τοὺς θεοὺς . . εἶναι Phld.D.1.17; τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῖν D.S. 1.11, cf. Heraclit.Incred.13; but the inf. is mostly omitted, ἄφθαρτον ὑποστησάμενοι τὸν κόσμον D.S.1.6, cf. 12, D.L.2.86:—Pass., τοὺς θεούς, ἂν φρονοῦντες -σταθῶσιν Phld.D.1.7.
4 set before onself as a model, τινα Isoc.5.113.
B Pass., with aor. 2 and pf. Act. (Hom. uses only aor. 2):—stand under as a support, ὑπεστᾶσι κολοσσοὶ . . τῇ αὐλῇ Hdt.2.153; τοὺς σταυροὺς τοὺς ὑπεστεῶτας τοῖσι ἰκρίοισι Id.5.16; τὸ ὑφεστὸς τῷ βάρει Arist.IA708b31; v. supr. A. 1.1.
2 sink, settle, τὸ ὑπιστάμενον the milk, opp. τὸ ἐπιστάμενον (the cream), Hdt.4.2; opp. τὸ ἐπιπολάζον, Arist.Cael.311a17; of a sediment, deposit, ἐν οὔρῳ ψαμμώδεα ὑφίσταται Hp.Aph.4.79, cf. Arist.Mete.357b3; opp. ἐπιπλεῖν, Thphr. HP3.15.4; of the sun, set, Emp.48(cj.).
II place oneself under an engagement, promise to do, followed by fut. inf., ὅσσ' Ἀχιλῆϊ . . ὑπέστημεν δώσειν Il.19.195, cf. Hdt.9.94; θύσειν ὑπέστης παῖδα E.IA360 (troch.), cf. Ar.V.716(anap.), Pl.Lg.751d; by aor.inf., ὑφεστακώς μοι ἦν ὁ Διόδωρος φιλάνθρωπον δοῦναι BGU1141.45 (i B. C.); by pres. inf., ὑπέστησαν ποιέειν ταῦτα Hdt.3.128; ὑ. τὴν τάξιν ἔχειν X.Cyr.6.3.35: the inf. is sometimes omitted, ὡς . . ὑπέστην καὶ κατένευσα (sc. ἔσεσθαι) Il.4.267: abs., ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς ἐξετέλεσσε after promise given, Od. 3.99, cf. Il.21.457, Hdt.3.127, 9.34, Lys.19.19, X.An.4.1.26; ὤσπερ ὑπέστη as he promised, Th.4.39, 8.29: c. dat. pers., ὤς οἱ ὑπέστην as I promised him, Il.15.75: sometimes with acc. of object (but an inf. may be supplied), πάντα τελευτήσεις ὅσ' ὑπέστης . . Πριάμῳ 13.375; τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη 19.243, cf. 11.244; ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν 2.286, cf. Od.10.483; ἦ ῥ' ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν... ἀπονέεσθαι vain was the promise we made... that he would return, Il.5.715.
2 submit, c. dat., τινι 9.160: with aor. inf., ὑ. θανεῖν, κατθανεῖν, E.HF706, Ion1415.
3 c. acc. rei, submit to, consent to, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος who offers to take the least, Hdt. 1.196; ὑ. τὸν πλοῦν undertake it unwillingly, Th.4.28; ὑ. τὸν κίνδυνον Id.2.61, Lys.9.7, cf. Th.4.59, Isoc.3.28; ἀγῶνας Th.3.57, OGI763.9 (Milet., ii B. C.); πόνον E.Supp.189; βέλος Id.HF1350; ἔρωτα Id.Tr.415; ἀπεχθείας Plu.Them.3; πόλεμον Plb. 1.6.7, Alciphr.3.45; πράγματα ib.61; τὴν πρᾶξιν Plu.Pel.8; τὸν ἆθλον Luc.Rh.Pr.24: also c. inf., consent, bring oneself to, οὔ τίς με . . ὑπέστη σαῶσαι Il.21.273; πᾶν ἂν ὑποστὰς εἰπεῖν D.21.114; ὑ. ἐξαπατᾶν τινα Id. 19.69: abs., submit patiently, Id.Prooem.5.1; ὑφίστασθαι συμβαίνει τὸν κερατοειδῆ the cornea yields (to pressure), Aët.7.36.
b undertake an office, τὴν ἀρχήν X.An.6.1.19,31; γυμνασιαρχίαν IG5(1).535.12 (Sparta), cf. OGI494.6 (Milet., ii A. D.); ὑφέστη (sic) τὴν στρατηγίαν SIG876.6 (Smyrna, ii/iii A. D.), cf. Plu.Cam.37: also ἐθελοντὴν ὑποστῆναι τριήραρχον Lys.29.7; χορηγὸς ὑπέστην D.21.69; ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον . . ὑποστάντα PlPhlb.19a; poet., ὑπέστης αἵματος δέκτωρ A.Eu.204: metaph., ψυχὴν Τέλητος ὑπέστης, i.e. you promised to be as brave as T., Hermipp.46 (anap.).
c make an offer in a public auction, ἔδοξεν . . μοι μηθὲν ὑποστῆναι I decided to make no bid, commit myself to nothing, PCair.Zen.371.9 (iii B.C.), cf. PMich.Zen. 60.10 (iii B. C.); δώδεκα ἀρταβῶν ὑπέστη he undertook (to supply the produce) of 12 artabae, ib. 36.5 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.199.4 (iii B.C.), PEleph.21.16 (iii B.C.); ὑφίστατο . . τάξεσθαι ἑκάστου πήχεως [x] PTheb. Bank 1.2 (ii B. C.); οὐ δυνόμενος( = δυνάμενος) οὐκέτι ὑποστῆναι τὴν γεωργίαν Sammelb.7468.11 (iii A. D.).
d ὑπέστη πολλὰς ἀπορίας laid himself open to many doubts, Plot.3.6.12.
III lie concealed or lie in ambush, Hdt.8.91, E.Andr.1114, v.l. in X.An.4.1.14; v. supr. A. 1.2, ὑφίημι 1.3, ὑφεῖσα.
IV resist, withstand, c. dat., A.Pers.87 (lyr.), X.An.3.2.11, HG7.5.12: ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις ὑ. Th.2.61, cf. E.HF1349: c. acc., Id.Cyc.200, Rh.375 (lyr.), Th.1.144, Plb.9.35.1: abs., stand one's ground, face the enemy, E.Ph.1470, Th.4.54, 8.68, Plb.4.80.5; opp. φεύγω, X.Cyr.4.2.31, Plu.Demetr.25; ὑποσταθείς, opp. φεύγων, E.Rh.315; of clouds, opp. προωθεῖσθαι, Arist.Pr.940b36.
2 subsist, exist (cf. ὑπόστασις B. III), κατ' ἰδίαν ὑφεστώς Arist.Fr.188; ὑφέστηκε τό τε ὁρᾶν ἡμᾶς καὶ ἀκούειν ὥσπερ τὸ ἀλγεῖν Epicur.Fr.36; τὸ ὑφεστηκὸς τέλος Id.Sent.22, cf. Diog.Oen.5, Arr.Epict.3.7.6; ἐκ τοῦ μηκέτ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος Plu.2.829c, cf. Luc.Par.27; τὸ παρῳχημένον τοῦ χρόνου καὶ τὸ μέλλον οὐχ ὑπάρχειν ἀλλ' ὑφεστηκέναι φησί (sc. Χρύσιππος) Stoic.2.165; the Stoic distinction between τὸ ὄν and τὸ ὑφεστός is pettifogging acc. to Gal.10.155 (= Stoic.2.115); τὰ ὑφεστῶτα business in hand, Plb.6.14.5.
b ὑφεστηκότος παρὰ τῷ ταμίᾳ κατ' ἰδίαν λόγου the treasurer having a special bank account, IG12(9).236.64 (Eretria, ii B.C.); τὸ ἥμισσυ ἀναπεμπόντω ἐπὶ τὰν δαμοσίαν τράπεζαν ἐς τὸν ὑφεστᾱκότα τᾶς θεοῦ λόγον Arch.f.Religionswiss. 10.211 (Cos, ii B.C.); ὑποστησαμένους λόγον πόλεως τῶν . . χρημάτων ἐγγράφεσθαι τὸ διδόμενον they shall open a municipal account (entitled) 'the . . fund' and place this gift to its credit, SIG577.13 (Milet., iii/ii B.C.).
V ἡ κοιλία ὑφίσταται the bowels are costive, lit., are obstructed or stopped, Plu.2.134e.
VI arise within, τῷ πλήθει τοιοῦτον ὑπέστη δέος Plb.11.30.2 codd. (παρέστη is prob. cj.).

French (Bailly abrégé)

I. tr. (aux temps suiv. : prés., impf., f. ὑποστήσω, ao. ὑπέστησα);
1 dresser sous, placer sous ou à côté de, acc.;
2 poser comme fondement ; alléguer : γνώμας σοφάς SOPH de sages avis;
II. intr. (aux temps suiv. : ao.2, pf. et pqp.) v. ci-dessous Moy. B.
Moy. ὑφίσταμαι;
A. tr. (aux temps suiv. : prés., impf., f. ὑποστήσομαι, ao. ὑπεστησάμην);
1 mettre sous, poser comme fondement, supposer, acc.;
2 mettre à l'encontre, opposer : τὸν τρόπον τῇ τινος ἀλαζονείᾳ XÉN sa manière de vivre à l'ostentation de qqn;
B. intr. (aux temps suiv. : prés., impf., f. ὑποστήσομαι, ao.2 Act. ὑπέστην, pf. ὑφέστηκα, pqp. ὑφειστήκειν);
I. se mettre sous : τειχίον PLAT s'avancer au pied d'un mur ; fig. :
1 se glisser sous : τῷ πλήθει ὑπέστη δέος POL la crainte envahit la multitude;
2 se charger de, prendre sur soi : ἀρχήν XÉN un commandement ; στρατηγίαν PLUT le commandement d'une expédition ; πλοῦν THC se charger d'une expédition navale ; rar. avec le dat. ; s'engager à, promettre : ὑπόσχεσιν IL faire une promesse : τινι à qqn ; τί τινι promettre qch à qqn ; abs. ὥσπερ ὑπέστη THC comme il l'avait promis;
3 soutenir de pied ferme, supporter, résister à : τὸν κίνδυνον THC affronter le danger ; tenir bon contre, résister à : τινι à qqn ou à qch ; τινα à qqn;
II. aller au fond de, abs. se déposer, former un dépôt;
III. se cacher sous, s'embusquer, avec ἔν τινι;
IV. se placer derrière, céder la place ; céder devant, céder à, τινι;
V. se lever de dessous, paraître au jour ; p. ext. exister, être, subsister.
Étymologie: ὑπό, ἵστημι.

German (Pape)

(ἵστημι), unterstellen, darunter-, danebenstellen, τινί τι, Her. 4.132, 5.16; ὑπέστασε χώραν κίονα Pind. Ol. 8.26, vgl. 6.1; entgegenstellen, ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρωρον τοῖς πολεμίοις Pol. 1.50.6; herantreten lassen, ὑποστήσας τοὺς ταξιάρχους Xen. Hell. 4.1.11.
Gew. im med. mit den intr. tempp. des act., sich darunterstellen, ὑποστὰς ἀνεῖλε Plut. Thes. 9. Dah.
a sich unterziehen, auf sich nehmen, Etwas zu tun, unternehmen, versprechen; so öfters im aor.2 bei Hom.: ὡς τὸ πρῶτον ὑπέστην καὶ κατένευσα Il. 4.267, 15.75; πάντα τελευτήσεις, ὅσ' ὑπέστης Δαρδανίδῃ Πριάμῳ 13.375; σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον ὥσπερ ὑπέστης Od. 9.365; auch ὑπόσχεσιν ὑποστῆναι; auch c. inf. fut., ὅσσ' Ἀχιλῆϊ ὑπέστημεν δώσειν Il. 19.195; c. inf. aor.21.273; selten c. dat., εἰ μή τι πιστὸν τῷδ' ὑποστήσῃ στόλῳ Aesch. Suppl. 456; Her. 3.127, 128, 9.34; ξυμφοραῖς Thuc. 2.61; ὑποστῆναι πόνον Eur. Suppl. 201; ἄσμενος θύσειν ὑπέστης παῖδα I.A. 360; ὑπέστητέ γ' αὐτεπάγγελτοι θανεῖν Herc.Fur. 706; Plat. Legg. VI.751d; ἀρχήν, übernehmen, Xen. An. 6.1.19; τὸν πόλεμον Pol. 1.6.7; κινδύνους ὑποστάς Isocr. 3.28, 5.34; dah. ὑποστάς absol. = freiwillig, Lys. 19.19.
b unter Einem stehen, sich ihm unterordnen, unterwerfen, καί μοι ὑποστήτω Il. 9.160; sich unter Etwas befinden, Her. 4.2, sich darunter verbergen; sich in einen Hinterhalt legen, Her. 8.91.
c sich Einem widersetzen, Widerstand leisten, absolut, Lys. 2.29; τινί, δόκιμος δ' οὔτις ὑποστὰς μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν Aesch. Pers. 87; vgl. Eur. Andr. 1115; ταῖς συμφοραῖς ὅστις οὐχ ὑφίσταται, οὐδ' ἀνδρὸς ἂν δύναιθ' ὑποστῆναι βέλος Herc.Fur. 1349; ὑποστάντες, im Gegensatz von φεύγοντες, Xen. Cyr. 4.2.31; auch τινί τι, Einem worin widerstehen, ihm Etwas entgegensetzen, ὑπεστήσατο τὸν τρόπον τῇ τοῦ Πέρσου ἀλαζονείᾳ, sein Betragen der Prahlerei des Persers entgegenstellen, Ages. 9.1; Widerstand leisten, τινά, Pol. 1.17.12; ἐπιδρομὴν ὑπέστησαν Plut. Timol. 28.
d absol., sich setzen, niedersinken, zu Boden sinken, ἡ κοιλία ὑφίσταται, der Leib ist verstopft, Medic.
e wie ὑπολαμβάνω, sich Etwas vorstellen, einbilden, Sp., annehmen, glauben, DS. 1.6.12, wie auch das act. »vorsetzen« bedeutet γνώμας ὑποστήσας σοφάς Soph. Aj. 1070.

Russian (Dvoretsky)

ὑφίστημι: ион. ὑπίστημι (преимущ. med. с aor. 2 и pf. act.)
1 ставить внизу, подставлять, устанавливать в качестве подпоры (τρεῖς κολοσσούς τινι Her.; κίονας προθύρῳ Pind.): τρεῖς σταυροὺς ὑ. Her. вколачивать три опорные сваи; οἱ σταυροὶ οἱ ὑπεστεῶτες τοῖσι ἰκρίοισι Her. сваи, служащие подпорами для помостов; τὸ ὑφεστὸς τῷ βάρει Arst. подпора тяжести; ἐν χειμῶνι ὑπὸ τειχὶον ὑποστάς Plat. укрывшись во время бури у стены;
2 класть в основу, принимать за основание (γνωμὰς σοφάς Soph.; ὑποθέσεις τινάς Polyb.): ἀγέννητον καὶ ἄφθαρτον ὑποστήσασθαι τὸν κὸσμον Diod. допустить, что мир безначален и бесконечен; τὸν κράτιστον ὑποστήσασθαι Isocr. принять за образец лучшего (из предшественников);
3 размещать в засаде, тайно расставлять (τοὺς δορυφόρους Her.; ταξιάρχους καὶ λοχαγούς Xen.): ὑποστάντες ἐν τῷ πορθμῷ Her. устроив засаду в проливе; ὑ. δόλον τινί Eur. устраивать кому-л. западню;
4 перен. подползать, закрадываться, проникать: τῷ πλήθει ὑπέστη δέος Polyb. толпу охватил страх;
5 противопоставлять: ὑποστῆσαι τὴν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρωρρον τοῖς πολεμίοις Polyb. поставить свой корабль носовой частью к неприятелю;
6 тж. med. оказывать сопротивление (τινί Aesch., Xen. и τινά Eur., Thuc.): ὑποστάντες Μήδους Thuc. выдержав натиск мидян; τοὺς κινδύνους ὑφίστασθαι Thuc. подвергаться опасностям; ταῖς συμφοραῖς ὑφίστασθαι Eur. стойко выдерживать несчастья; ὑφισταμένου οὐδενός Lys. так как никто не оказывал сопротивления; ὑποστῆναι βέλος Eur. противостоять (вражеским) стрелам; ὑποστῆναι ἔρωτα Eur. устоять против любовного соблазна;
7 med. оседать, осаждаться: τὸ ὑπιστάμενον (sc. γάλα) Her. осевшее вниз, т. е. снятое молоко; ἡ ὑφισταμένη ἁλμυρίς Arst. соленый отстой;
8 покоряться, уступать (ὑποστήτω μοι Hom.);
9 тж. med. изъявлять готовность, тж. обязываться, обещать (τί τινι Hom.): ὑπόσχεσις, ἥνπερ ὑπέστης Hom. обещание, которое ты дал(а); ὑποστῆναι δώσειν τινός Her. обязаться возместить что-л.; ὥσπερ ὑπέστη Thuc. как он обещал; τῷ (Δαρείῳ) ἄνδρες τριήκοντα ὑπέστησαν Her. тридцать человек предложили Дарию свои услуги; ὑποστῆναι δέκτωρ τινός Aesch. обещать быть защитником чего-л.; τὸ ἐλάχιστον ὑποστῆναι Her. согласиться на минимум; κατθανεῖν ὑφίστασθαι Eur. быть готовым умереть; ὑφίστασθαι τὸν πλοῦν Thuc. соглашаться отплыть;
10 тж. med. брать (принимать) на себя (τὴν ἀρχήν Xen.; τριηραρχίαν Lys.): ὑποστῆναι ποιεῖν τι Dem. решиться сделать что-л.; διάδοχος ὑποστάς τινος Plat. заменив (кого-л.) в чем-л.;
11 тж. med. быть устойчивым, прочным, постоянным: ἡ μὲν ὑφέστηκεν, αἱ δὲ οὔ Luc. эта (наука) устойчива, те же нет;
12 существовать, быть в наличии: τὰ ὑφεστῶτα Polyb. текущие дела; τὸ παρῳχημένον τοῦ χρόνου οὐχ ὑπάρχειν, ἀλλ᾽ ὑφεστηκέναι Plut. (Хрисипп говорит), что прошлое не существует, а (лишь) существовало; ἐκ τοῦ μηδέ τ᾽ ὄντος, μηδὲ ὑφεστῶτος γεννᾶσθαι Plut. возникать из ничего;
13 med. останавливаться: ὑφιστάμενοι μένουσιν ἕως ἂν πλησίον ἔλθῃ Arst. остановившись, они выжидают, пока он подойдет поближе; ὑφισταμένη κοιλία Plut. задержка стула, запор.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφίστημι: μέλλ. ὑποστήσω· ἀόρ. ὑπέστησα· ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις τὸ ῥῆμα εἶναι μεταβατικόν, «στήνω» ἢ τοποθετῶ ὑποκάτω, ὑποστήσαντες [τῷ χαλκηΐῳ] τρεῖς κολοσσούς, στήσαντες ὑποκάτω, ἵνα ὑποβαστάζωσιν αὐτό, Ἡρόδ. 4. 152· ὑπ. προθύρῳ κίονας Πινδ. Ο. 6. 1· καὶ μεταφορ., χώραν ὑπέσπασε ξένοις κίονα, «ἤτοι θείαν ἢ ὀλβίαν, τουτέστιν, ὑποκειμένην ἐποίησεν εἰς ἀνάπαυσιν καὶ ἀσφάλειαν παντοδαπῶν ξένων, ὡσπερεί τινα κίονα ὀλβίαν» (Σχόλ.), αὐτόθι 8. 35, ἔνθα ἴδε σημ. J. W. Donaldson.· ἄνευ δοτ., ὁ γαμέων τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι, ἐμπήγει τρεῖς ξυλίνους στύλους ἐν τῇ λίμνῃ πρὸς ὑποστήριξιν τῆς οἰκίας, Ἡρόδ. 5. 16· ὑφ. κλῶνας Ξεν, Κυνηγ. 10. 7· ἐρείσματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 24, κλπ.· ― μεταφορ. γνώμας ὑποστήσας σοφάς, ἀφ’ οὗ ἔστησας ὡς θεμέλια γνώμας σοφάς, ἀφ’ οὗ ἔκαμες ἀρχὴν μὲ αὐτάς, Σοφ. Αἴ. 1091· ὑπ. δόλον Εὐρ. Ἠλ. 983· ἴδε κατωτ. Β. Ι 1. 2) τοποθετῶ κρυφίως, τοὺς δορυφόρους Ἡρόδ. 5. 92, 7· διορίζω, ὑποστήσας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς Ξεν. Ἑλλ 4. 1, 26· ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις, μὲ τὴν πρῷραν πρὸς αὐτούς, Πολύβ. 1. 50, 6· ἴδε κατωτ. Β. IV. ΙΙ. καὶ τὸ μέσ. ἔχει μεταβατ. σημασίαν, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. α΄, προεκθέτω, δίδω καλήν τινα ἐλπίδα ἐπὶ τῆς ὁποίας νὰ στηριχθῇ τις, θέτω ὡς βάσιν, εἰ μή τι πιστὸν τῷδ’ ὑποστήσει στόλῳ (ὑποστήσεις Wellauer) Αἰσχ. Ἱκ. 461· ὑποστήσασθαι ἀρχὰς ψευδεῖς Πολύβ. 3. 48, 9· ἐπειδὰν ὑποθέσεις εὐπεριλήπτους ὑποστήσωνται καὶ στενὰς ὁ αὐτ. 7. 7, 6. 2) ἀντικαθίστημι, ὑπεστήσατό τί τινι, τὶ ἀντ’ ἄλλου, Ξεν. Ἀγησ. 9. 1. 3) ὑποθέτω, νομίζω, ὡς τὸ ὑπολαμβάνω, μετ’ ἀπαρ., τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῖν (ἔνθα σημείωσαι τὸν ἐνεστ.) Διόδωρ. 1. 11· ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. κατὰ τὸ πλεῖστον παραλείπεται, ἄφθαρτον ὑποστήσασθαι τὸν κόσμον αὐτόθι 6, πρβλ. 12, Διογέν. Λαέρτ. 2. 86. 4) θέτω ἐμπρός μου ὡς παράδειγμα πρὸς μίμησιν, ἅπαντας μὲν οὖν χρὴ τοὺς νοῦν ἔχοντας τὸν κράτιστον ὑποστησαμένους πειρᾶσθαι γίγνεσθαι τοιούτους Ἰσοκρ. 105C. Β. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ ἐνεργ. πρκμ. (ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ ἀορ. β΄). Ἵσταμαι ὑποκάτω ὡς στήριγμα, ὑπεστᾶσι κολοσσοί... τῇ αὐλῇ Ἡρόδ. 2. 153· τοὺς σταυροὺς τοὺς ὑπεστεῶτας τοῖς ἰκρίοισι ὁ αὐτ. 5. 16· τὸ ὑφεστὼς τῷ βάρει Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 9. 3· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2) ἵσταμαι ἢ μένω ὑποκάτω, δονέουσι τὸ γάλα, καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ ἐπιστάμενον ἀπαρύσαντες ἡγεῦνται εἶναι τιμιώτατον, τὸ δὲ ὑπιστάμενον ἔσσον τοῦ ἑτέρου Ἡρόδ. 4. 2· ἐπὶ τῆς ὑποστάσεως τῶν οὔρων, ὁκόσοισιν ἐν τῷ οὔρῳ ψαμμώδεα ὑφίσταται, τουτέοισι ἡ κύστις λιθιᾷ Ἱππ. Ἀφορ. 1252, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιπολάζον, ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 4. 4, 1· πρὸς τὸ ἐπιπλέον, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. θέτω ἐμαυτὸν ὑπό τι, ἀναλαμβάνω ἢ ὑπισχνοῦμαι νὰ ἐκτελέσω τι, μετ. ἀπαρ. μέλλ., ὅσσ’ Ἀχιλῆι... ὑπέστημεν δώσειν Ἰλ. Τ. 195, πρβλ. Ὀδ. Κ. 483, Ἡροδ. 9. 94· θύσειν ὑπέστης παῖδα Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 360, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 716, Πλάτ. Νόμ. 751D· ― μετ’ ἀπαρ. ἀορ., οὔ τίς με... ὑπέστη σαῶσαι Ἰλ. Φ 273· πᾶν ὑποστὰς εἰπεῖν Δημ. 551. 27· μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., ὑπέστησαν ποιέειν ταῦτα Ἡρόδ. 3. 128· ὑφ. τὴν τάξιν ἔχειν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 3, 35· ― τὸ ἀπαρ. ἐνίοτε παραλείπεται, ὡς... ὑπέστην καὶ κατένευσα (ἐξυπακ. ἔσεσθαι) Ἰλ. Δ. 267· ― ἀπολ., ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς οὐκ ἐτέλεσσεν, ἐν ᾧ ἔδωκεν ὑπόσχεσιν, Ὀδ. Γ. 99, πρβλ. Ἰλ. Φ. 457, Ἡροδ. 3. 127., 9. 34, Λυσί. 153. 31, Ξεν., κλπ.· ὥσπερ ὑπέστη, ὡς ὑπέσχετο, Θουκ. 4. 39., 8. 29· ― μετὰ δοτ. προσ., ὥς οἱ ὑπέστην, ὡς ὑπεσχόμην αὐτῷ, Ἰλ. Ο. 75· ― ἐνίοτε μετ. αἰτ. τοῦ ἀντικειμ. ἔνθα ὅμως δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πάντα τελευτήσεις ὅσ’ ὑπέστης... Πριάμῳ Ν. 375· τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη Τ. 243, πρβλ. Λ. 244· ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν Β. 286, πρβλ. Κ. 483· ἦ ῥ’ ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ, Ἴλιον ἐκπέρσαντ’... ἀπονέεσθαι, «ὄντως που μάταιον λόγον ὑπεσχόμεθα τῷ Μενελάῳ, ἐκπορθήσαντα τήν... Ἴλιον ὑποστρέψαι» (Γαζ.), Ἰλ. Ε. 715. 2) ὑποτάσσομαι εἴς τινα, ὑποκύπτω, καί μοι ὑποστήτω, «παραχωρησάτω, ὑπειξάτω» (Γαζ.) Ἰλ Ι. 160· ― μετ’ ἀπαρ. ἀορ., ὑπ. θανεῖν, κατθανεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 706, Ἴων 1415. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑποτάσσομαι εἴς τι, συναινῶ εἴς τι, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος, ὁ συναινῶν νὰ λάβῃ τὸ ἐλάχιστον, Ἡρόδ. 1. 196· ὑφ. τὸν πλοῦν, ἀναλαμβάνω αὐτὸν ἀκουσίως, Θουκ. 4. 28· οὕτως, ὑφ. τὸν κίνδυνον ὁ αὐτ. 2. 61, Λυσί. 115. 2, κλπ.· ἀγῶνας Θουκ. 3. 57· πόνον Εὐρ. Ἱκ. 189· τὰς συμφορὰς γὰρ ὅστις οὐκ ἐπίσταται... ὃν τρόπον χρεὼν φέρειν, οὐδ’ ἀνδρὸς ἂν δύναιθ’ ὑποστῆναι βέλος, νὰ ὑπομείνῃ αὐτὸ ἢ νὰ ἀντικρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1350· ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 415· πόλεμον Πολύβ. κλπ.· ― σπαν. μετὰ δοτ., ὑφ. ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις Θουκ. 2. 61· ― ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., τούτους ἐξαπατᾶν ὑπέστησαν, τούτους ἀνέλαβον νὰ ἐξαπατήσωσιν, Δημ. 363. 6· ― ἀπολ., ὑποτάσσομαι μεθ’ ὑπομονῆς, ὁ αὐτ. 1421. 20. β) ἀναλαμβάνω ἀξίωμά τι, μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἀκουσίως καὶ ἐξ ἀνάγκης, ἔπειθεν αὐτὸν (δηλ. ἕκαστος τῶν στρατηγῶν) ὑποστῆναι τὴν ἀρχὴν Ξεν. Ἀν. 6. 1, 19 καὶ 31· γυμνασιαρχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 1365· στρατηγίαν αὐτόθι 3178, Πλουτ. Κάμιλλ. 37· ― ὡσαύτως, ὑπέστην τριήραρχος Λυσί. 182. 9· χορηγὸς Δημ. 536. 20· καὶ ποιητ., δέκτωρ ὑπέστης αἵματος Αἰσχύλ. Εὐμ. 204· ― μεταφορ., λόγους μὲν περὶ τοῦ πολέμου δεινοὺς παρέχει, ψυχὴν δὲ Τέλητος ὑπέστης Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 1. ΙΙΙ. κεῖμαι κεκρυμμένος ἢ ἐνεδρεύων, Ἡρόδ. 8. 91, Εὐρ. Ἀνδρ. 1114, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 14, ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2, ὑφίημι Ι. 3, ὑφεῖσα. IV. ἀνθίσταμαι εἰς προσβολήν, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 87, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 11, κλπ.· μετ’ αἰτ., Εὐρ. Κύκλ. 200, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1349, Θουκ. 1. 144., 4. 59· ― ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, ἀνθίσταμαι κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Λατ. subsistere, Εὐρ. Φοίν. 1470, Θουκ. 4. 54., 8. 68, Ξεν., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ φεύγω, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 4. 2, 31· ὑποσταθείς, ἀντίθετ. τῷ φεύγων, Εὐρ. Ρῆσ. 315· ἐπὶ τῶν νεφῶν, ἀντίθετ. τῷ προωθεῖσθαι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 7. 2) ὑφίσταμαι, ὑπάρχω, ἔχω ὑπόστασιν πραγματικήν, (πρβλ. ὑπόστασις ΙΙΙ), κατ’ ἰδίαν ὑφεστὼς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 183 (σ 1509b. 24), πρβλ. Πλούτ. 2. 1081F· ἐκ τοῦ μηδ’ ὄντος μηδ’ ὑφεστῶτος αὐτόθι 829C· τὰ ὑφεστῶτα, τὰ ἐν ἐνεργείᾳ πράγματα Πολύβ. 6. 14. 5. 3) συνᾴδω ἐμαυτῷ, ἔχω ὑπόστασιν ἀεὶ συνᾴδουσαν ἐμοί, Λουκ. Παράσ. 27. V. διαδέχομαι, ἀκολουθῶ μετά τινα, μετ’ αἰτ., Πλάτ. Φίληβ. 19Α. VI. ἡ κοιλία ὑφίσταται, ἔχει ἔμφραξιν, Πλούτ. 2. 134Ε. VII. ἐγείρομαι ἐσωτερικῶς, τινι, ἐπὶ ἀκουσίων αἰσθημάτων, Πολύβ. 11. 30, 2. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 453, 520.

English (Autenrieth)

aor. 2 ὑπέστην, 3 pl. ὑπέσταν, imp. ὑποστήτω, part. -στάς: aor. 2, intrans., take upon oneself, undertake, promise, Il. 21.273, Il. 9.445; place oneself lower, submit, τινί, Il. 9.160.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α
βλ. υφίσταμαι.

Greek Monotonic

ὑφίστημι: Ιων. ὑπίστημι, μέλ. ὑποστήσω, αόρ. αʹ ὑπέστησα· σ' αυτούς τους χρόνους είναι μτβ.,
Α. I. 1. τοποθετώ ή στήνω από κάτω, τίτινι, σε Ηρόδ., Πίνδ.· τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι, μπήγει τρεις ξύλινους στύλους στην λίμνη για να υποστηρίξει το σπίτι, την κατοικία, σε Ηρόδ.· μεταφ., γνώμας ὑποστήσας σοφάς, αφού έστησε σοφές γνώμες ως θεμέλιο, σε Σοφ.
2. τοποθετώ κρυφά ή σε ενέδρα, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. μτβ. επίσης σε μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, αντικαθιστώ, τί τινι, κάτι με κάτι άλλο, σε Ξεν. Β. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ὑπ-έστην, παρακ. ὑφ-έστηκα, Ιων. μτχ. ὑπ-εστεώς·
I. 1. στέκομαι από κάτω ως στήριγμα, με δοτ., σε Ηρόδ.
2. μένω από κάτω, κατασταλάζω, τὸὑφιστάμενον, γάλα, αντίθ. προς τὸ ἐφιστάμενον (κρέμα, καϊμάκι, αφρόγαλα), στον ίδ.
II. 1. θέτω τον εαυτό μου κάτω από μία δέσμευση, αναλαμβάνω την ευθύνη ή υπόσχομαι να κάνω κάτι, με απαρ. μέλ., ὅσσ' Ἀχιλῆϊ ὑπέστημεν δώσειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με απαρ. αόρ., οὔ τίς με ὑπέστη σαῶσαι, στο ίδ.· με απαρ. ενεστ., σε Ηρόδ.· απόλ., αφού δόθηκε η υπόσχεση, σε Ομήρ. Οδ.· ὥσπερ ὑπέστη, όπως υποσχέθηκε, σε Θουκ.· όταν ακολουθ. από αιτ. μπορεί να εννοηθεί ένα απαρ., τρίποδας οὕς οἱ ὑπέστη (ενν. δώσειν), σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν, στο ίδ.
2. υποτάσσομαι σε κάποιον, τινι, στο ίδ. 3. α) με αιτ. πράγμ., υποτάσσομαι σε κάτι, συναινώ σε κάτι, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος, αυτός που συναινεί να πάρει το ελάχιστο, σε Ηρόδ.· ὑφίσταμαι τὸν πλοῦν, τον αναλαμβάνω χωρίς τη θέλησή μου, σε Θουκ.· ομοίως, ὑφίσταμαι τὸν κίνδυνον, στον ίδ.· σπανίως με δοτ., ὑφίσταμαι ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις, στον ίδ. β) αναλαμβάνω ένα αξίωμα, σε Ξεν.
III. παραφυλάω κρυμμένος ή σε ενέδρα, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
IV.αντιστέκομαι, προβάλλω αντίσταση σε μία επίθεση, ανθίσταμαι, αντιτίθεμαι, αποκρούω, με δοτ., σε Αισχύλ.· με αιτ., σε Ευρ., Θουκ.· απόλ., διατηρώ τη θέση μου, αντιμετωπίζω τον εχθρό, Λατ. subsistere, σε Ευρ., Θουκ.

Middle Liddell

fut. ὑποστήσω aor1 ὑπέστησα
I. in these tenses Causal, to place or set under, τί τινι Hdt., Pind.; τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι plants three piles in the lake to support a house, Hdt.:—metaph., γνώμας ὑποστήσας σοφάς having laid them as a foundation, Soph.
2. to post secretly or in ambush, Hdt., Xen.
II. Causal also in fut. and aor1 mid. to substitute, τί τινι one thing for another, Xen.
B. Pass., with aor2 act. ὑπ-έστην, perf. ὑφ-έστηκα, ionic part. ὑπ-εστεώς:— to stand under as a support, c. dat., Hdt.
2. to sink to the bottom, settle, τὸ ὑφιστάμενον the milk, opp. to τὸ ἐφιστάμενον (the cream), Hdt.
II. to place oneself under an engagement, engage or promise to do, c. inf. fut., ὅσσ' Ἀχιλῆι ὑπέστημεν δώσειν Il., etc.; c. inf. aor., οὔ τίς με ὑπέστη σαῶσαι Il.; c. inf. pres., Hdt.:—absol., after promise given, Od.; ὥσπερ ὑπέστη as he promised, Thuc.:—when foll. by acc., an inf. may be supplied, τρίποδας οὕς οἱ ὑπέστη (sc. δώσειν) Il.; ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν Il.
2. to submit to any one, τινι Il.
3. c. acc. rei, to submit to, consent to, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος who offers to take the least, Hdt.; ὑφ. τὸν πλοῦν to undertake it unwillingly, Thuc.; so, ὑφ. τὸν κίνδυνον Thuc.: —rarely c. dat., ὑφ. ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις Thuc.
b. to undertake an office, Xen.
III. to lie concealed or in ambush, Hdt., Eur., etc.
IV. to support an attack, to resist, withstand, c. dat., Aesch.; c. acc., Eur., Thuc.:—absol. to stand one's ground, face the enemy, Lat. subsistere, Eur., Thuc.

Lexicon Thucydideum

subsistere, to stop, halt, 1.144.4, 2.61.1, 2.61.4, 3.57.3, 4.54.2, 4.59.2, 4.127.2, 7.66.2, 8.68.3,
polliceri, to promise, 4.28.4, 4.39.3,
item likewise 8.29.1.