υποζευγνύω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(43)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑποζευγνύω, ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι]]]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]]<br />β) [[κατατάσσω]] σε μία [[τάξη]] («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ὑποζευγνύω]], ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]]<br />β) [[κατατάσσω]] σε μία [[τάξη]] («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 20 April 2021

Greek Monolingual

ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α ζευγνύω / ζεύγνυμι
(σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύω
αρχ.
1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνω
β) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.).