ζεύω

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

και ζέβω και ζεύγωζεύω)
ενώνω τοποθετώντας κάτω από τον ζυγό
νεοελλ.
1. φρ. α) «ζεύω στη δουλειά» — εξαναγκάζω κάποιον να εργαστεί
β) «ζεύομαι στη δουλειά» — στρώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με κάποια εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται υποχωρητικά από τον αόρ. έ-ζευ-ξα του αρχ. ελλ. ρ. ζεύγνυμι (έζευξα > έζεψα > ενεστ. ζεύω)].