συνταξιδιώτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
(40) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. συνταξιδιώτις, -ιδος, και συνταξιδιώτισσα, Ν<br />[[σύντροφος]] σε [[ταξίδι]] με το ίδιο [[μέσο]] | |mltxt=[[συνταξιδιώτης]], ο, θηλ. [[συνταξιδιώτις]], -ιδος, και [[συνταξιδιώτισσα]], Ν<br />[[σύντροφος]] σε [[ταξίδι]] με το ίδιο [[μέσο]] [[μεταφορά]]ς. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:39, 9 July 2021
Greek Monolingual
συνταξιδιώτης, ο, θηλ. συνταξιδιώτις, -ιδος, και συνταξιδιώτισσα, Ν
σύντροφος σε ταξίδι με το ίδιο μέσο μεταφοράς.