ἀπόκαρσις: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(6_8) |
m (Text replacement - "]]del " to "]] del ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόκαρσις''': -εως, ἡ, ([[κείρω]]) τὸ ἀποκείρειν, [[κουρά]], Ἐκκλ. | |lstext='''ἀπόκαρσις''': -εως, ἡ, ([[κείρω]]) τὸ ἀποκείρειν, [[κουρά]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[rapado]], [[corte]] del pelo ἡ ... τῶν τριχῶν ἀ. ἐμφαίνει τὴν καθαρὰν ... ζωήν Dion.Ar.M.3.536A, cf. Procop.Gaz.M.87.880A. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπόκαρσις]], η (AM) [[αποκείρω]]<br />το [[κόψιμο]] των μαλλιών<br /><b>μσν.</b><br />η [[τελετή]] της [[κουράς]] [[κατά]] την [[περιβολή]] του μοναχικού σχήματος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 20 July 2021
German (Pape)
[Seite 305] ἡ, das Abscheeren, die Tonsur, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκαρσις: -εως, ἡ, (κείρω) τὸ ἀποκείρειν, κουρά, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
rapado, corte del pelo ἡ ... τῶν τριχῶν ἀ. ἐμφαίνει τὴν καθαρὰν ... ζωήν Dion.Ar.M.3.536A, cf. Procop.Gaz.M.87.880A.
Greek Monolingual
ἀπόκαρσις, η (AM) αποκείρω
το κόψιμο των μαλλιών
μσν.
η τελετή της κουράς κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος.