αποκείρω

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

ἀποκείρω (AM) κείρω
1. κουρεύω
2. εκκλ. κουρεύω δόκιμο μοναχό κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος
αρχ.
1. κόβω τελείως, κατακόπτω
2. καταστρέφω, τσακίζω.