3,277,172
edits
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και -νιόν, το (Μ)<br />[[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[βαλανεύς]], [[βαλανείον]] [[είναι]] λέξεις της αττικής [[κυρίως]] διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται [[πριν]] από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνεια αιγαιακής προελεύσεως ( | |mltxt=βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και -νιόν, το (Μ)<br />[[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[βαλανεύς]], [[βαλανείον]] [[είναι]] λέξεις της αττικής [[κυρίως]] διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται [[πριν]] από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνεια αιγαιακής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[ασάμινθος]]), όπου ήταν γνωστή η [[συνήθεια]] του μπάνιου με ζεστό [[νερό]]. Κατ' άλλους όμως οι λέξεις αυτές [[είναι]] δημιουργήματα της Ελληνικής και προέρχονται από [[βάλανος]] «[[πώμα]] μπανιέρας» ή «[[βρέξιμο]]». Με τη δεύτερη [[σημασία]] η λ. [[βάλανος]] σχετίζεται με το [[βάλλω]] «[[ρίχνω]], [[καλύπτω]] [[κάτι]] ρίχνοντας [[νερό]]», [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>galana</i>-»αυτός που στάζει», [[υπόθεση]] όχι και τόσο πειστική. Εξάλλου η μορφολογική [[σχέση]] με το [[βάλανος]] δεν δικαιολογείται σημασιολογικά. Μία τελευταία [[ερμηνεία]] ανάγεται σε υποθετικό τ. <i>βάλανα</i> «[[φιάλη]] με [[νερό]] για τους λουομένους»]. | ||
}} | }} |