βαλανείον
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Greek Monolingual
βαλανεῖον, το (AM) και βαλάνειον και -νιόν, το (Μ)
λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνεια αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. ασάμινθος), όπου ήταν γνωστή η συνήθεια του μπάνιου με ζεστό νερό. Κατ' άλλους όμως οι λέξεις αυτές είναι δημιουργήματα της Ελληνικής και προέρχονται από βάλανος «πώμα μπανιέρας» ή «βρέξιμο». Με τη δεύτερη σημασία η λ. βάλανος σχετίζεται με το βάλλω «ρίχνω, καλύπτω κάτι ρίχνοντας νερό», καθώς και με το αρχ. ινδ. galana-»αυτός που στάζει», υπόθεση όχι και τόσο πειστική. Εξάλλου η μορφολογική σχέση με το βάλανος δεν δικαιολογείται σημασιολογικά. Μία τελευταία ερμηνεία ανάγεται σε υποθετικό τ. βάλανα «φιάλη με νερό για τους λουομένους»].