3,277,119
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γινώσκω]] (AM [[γιγνώσκω]] και [[γινώσκω]])<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «γνῶθι σ’ αὐτόν» — γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>εγνωσμένος</i>, -η, -ο<br />[[γνωστός]], [[αποδεκτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» — η [[αυτογνωσία]], η [[αυτεπίγνωση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[συνηθισμένος]], [[συνηθίζω]] να...<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αρχίζω]] να [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], (και στους ιστορικούς χρόνους) [[ξέρω]], [[γνωρίζω]] παρατηρώντας, ύστερα από [[παρατήρηση]] (διακρίνεται από το [[οίδα]]<br />[[γνωρίζω]] ύστερα από συλλογισμό ή [[σκέψη]])<br /><b>2.</b> [[ξεχωρίζω]], [[διακρίνω]], [[αναγνωρίζω]]<br /><b>3.</b> [[αισθάνομαι]], [[συναισθάνομαι]], [[νιώθω]]<br /><b>4.</b> [[θεωρώ]] ως, [[εκλαμβάνω]]<br /><b>5.</b> (στους πεζογράφους [[κυρίως]]) [[σχηματίζω]] μια [[κρίση]], [[παρατηρώ]] και [[κρίνω]], έχω τη [[γνώμη]]<br /><b>6.</b> [[κρίνω]] κάποιον, [[δικάζω]], [[εκδίδω]] [[απόφαση]]<br /><b>7.</b> (και εκκλ.) [[γνωρίζω]] σαρκικώς, [[αποκτώ]] σαρκική [[πείρα]]<br /><b>8.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[εξυμνώ]], [[εκθειάζω]]<br /><b>9.</b> «[[γιγνώσκω]] [[χάριν]]» — χρωστάω [[ευγνωμοσύνη]]<br />II. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[γνωστός]], γίνεται γνωστό για μένα ότι.<br /><b>2.</b> (για αποφάσεις δικαστικές ή προτάσεις) κηρύσσομαι, απαγγέλλομαι, γνωστοποιούμαι<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) κηρύσσομαι [[ένοχος]] ύστερα από [[δίκη]]<br /><b>4.</b> (ο παρακμ. με ενεργ. σημ.) <i>ἔγνωσμαι</i><br />[[είμαι]] αποφασισμένος, έχω πάρει [[απόφαση]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα γιγνωσκόμενα</i><br />αυτά που εννοεί [[κανείς]], το [[αντικείμενο]] της παρατήρησης<br />III. 1. (σε αντίθ. με την ενεργ. μτχ. ενεστ.) <i>ὁ γιγνώσκων</i><br />α) αυτός που γνωρίζει, αντιλαμβάνεται<br />β) <b>(επεκτ.)</b> αυτός που εννοεί τα πράγματα και τις περιστάσεις, [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (συνήθ. σε διάλογους) (αόρ. β) α) [[ἔγνων]]<br />[[καταλαβαίνω]]<br />β) <i>ἔγνως</i><br />έχεις δίκιο, σωστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[γιγνώσκω]] έχει [[θέμα]] <i>γνω</i> - (<span style="color: red;"><</span> ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>gn</i><i>ō</i> - «[[ξέρω]], [[αναγνωρίζω]]») και χαρακτηρίζεται από ενεστ. αναδιπλασιασμό και [[επίθημα]] -<i>σκ</i> -, που εκφράζει την [[πραγματοποίηση]] της πράξεως [[έπειτα]] από επανειλημμένες προσπάθειες. Ο ενεστ. -[[αλλά]] [[χωρίς]] αναδιπλασιασμό ( | |mltxt=και [[γινώσκω]] (AM [[γιγνώσκω]] και [[γινώσκω]])<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «γνῶθι σ’ αὐτόν» — γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>εγνωσμένος</i>, -η, -ο<br />[[γνωστός]], [[αποδεκτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» — η [[αυτογνωσία]], η [[αυτεπίγνωση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[συνηθισμένος]], [[συνηθίζω]] να...<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αρχίζω]] να [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], (και στους ιστορικούς χρόνους) [[ξέρω]], [[γνωρίζω]] παρατηρώντας, ύστερα από [[παρατήρηση]] (διακρίνεται από το [[οίδα]]<br />[[γνωρίζω]] ύστερα από συλλογισμό ή [[σκέψη]])<br /><b>2.</b> [[ξεχωρίζω]], [[διακρίνω]], [[αναγνωρίζω]]<br /><b>3.</b> [[αισθάνομαι]], [[συναισθάνομαι]], [[νιώθω]]<br /><b>4.</b> [[θεωρώ]] ως, [[εκλαμβάνω]]<br /><b>5.</b> (στους πεζογράφους [[κυρίως]]) [[σχηματίζω]] μια [[κρίση]], [[παρατηρώ]] και [[κρίνω]], έχω τη [[γνώμη]]<br /><b>6.</b> [[κρίνω]] κάποιον, [[δικάζω]], [[εκδίδω]] [[απόφαση]]<br /><b>7.</b> (και εκκλ.) [[γνωρίζω]] σαρκικώς, [[αποκτώ]] σαρκική [[πείρα]]<br /><b>8.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[εξυμνώ]], [[εκθειάζω]]<br /><b>9.</b> «[[γιγνώσκω]] [[χάριν]]» — χρωστάω [[ευγνωμοσύνη]]<br />II. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[γνωστός]], γίνεται γνωστό για μένα ότι.<br /><b>2.</b> (για αποφάσεις δικαστικές ή προτάσεις) κηρύσσομαι, απαγγέλλομαι, γνωστοποιούμαι<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) κηρύσσομαι [[ένοχος]] ύστερα από [[δίκη]]<br /><b>4.</b> (ο παρακμ. με ενεργ. σημ.) <i>ἔγνωσμαι</i><br />[[είμαι]] αποφασισμένος, έχω πάρει [[απόφαση]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα γιγνωσκόμενα</i><br />αυτά που εννοεί [[κανείς]], το [[αντικείμενο]] της παρατήρησης<br />III. 1. (σε αντίθ. με την ενεργ. μτχ. ενεστ.) <i>ὁ γιγνώσκων</i><br />α) αυτός που γνωρίζει, αντιλαμβάνεται<br />β) <b>(επεκτ.)</b> αυτός που εννοεί τα πράγματα και τις περιστάσεις, [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (συνήθ. σε διάλογους) (αόρ. β) α) [[ἔγνων]]<br />[[καταλαβαίνω]]<br />β) <i>ἔγνως</i><br />έχεις δίκιο, σωστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[γιγνώσκω]] έχει [[θέμα]] <i>γνω</i> - (<span style="color: red;"><</span> ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>gn</i><i>ō</i> - «[[ξέρω]], [[αναγνωρίζω]]») και χαρακτηρίζεται από ενεστ. αναδιπλασιασμό και [[επίθημα]] -<i>σκ</i> -, που εκφράζει την [[πραγματοποίηση]] της πράξεως [[έπειτα]] από επανειλημμένες προσπάθειες. Ο ενεστ. -[[αλλά]] [[χωρίς]] αναδιπλασιασμό ([[πρβλ]]. επιδαυρ. <i>γνώσκω</i>)<br />απαντάται σε άλλες ινδοευρ. γλώσσες<br />[[πρβλ]]. λατ. nōscō, αρχ. περσ. <i>xšn</i><i>ā</i><i>sa</i> (<i>hiy</i>) «να παρατηρείς». το β' ενικό πρόσ. της ευκτ. αορ. <i>γνοίης</i> (οριστ. <i>έγνων</i>) αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. <i>jney</i><i>ā</i><i>h</i>. To ρηματ. όνομα [[γνωτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>gn</i><i>ō</i> -<i>tό</i> -<i>s</i> (του οποίου το <i>— </i><i>ō</i>- [[αντί]] -<i>ŏ</i>- [[πρβλ]]. [[δίδωμι]]: <i>δο</i>-<i>τός</i>, [[τίθημι]]: <i>θε</i>-<i>τός—</i> [[είναι]] πιθ. υστερογενές από τους ρηματικούς τύπους) ταυτίζεται με λατ. <i>n</i><i>ō</i><i>tus</i>, αρχ. ινδ. <i>jn</i><i>ā</i><i>tά</i> -. To ίδιο [[θέμα]] εμφανίζεται και στον παρακμ. <i>έγνωκα</i>, λατ. <i>n</i><i>ō</i><i>v</i><i>ī</i>, αρχ. ινδ. <i>jajnau</i>. To ουσ. [[γνώσις]] <span style="color: red;"><</span> <i>gn</i><i>ō</i> -<i>ti</i> ταυτίζεται με λατ. <i>n</i><i>ō</i><i>ti</i> -<i>ō</i>, αρχ. ινδ. -<i>jn</i><i>ā</i><i>ti</i>-, [[αλλά]] ίσως η [[ταύτιση]] αυτή οφείλεται σε νεώτερο σχηματισμό. Μεταπτωτική [[σχέση]] της ρ. <i>γνω</i>- με άλλες βαθμίδες ρίζας (π. χ. <i>gon</i>-, [[πρβλ]]. γερμ. γοτθ. <i>kann</i>, <i>gnƏ</i>-, λιθ. <i>pažintas</i> «[[γνωστός]]», <i>gnẽ</i>, αγγλοσαξ. <i>cn</i><i>ā</i><i>wan</i> «[[ξέρω]]») προϋποθέτει [[κοινή]] [[αναγωγή]] σε αρχική δισύλλαβη [[ρίζα]]. Η ομοηχία εξάλλου του ρ. [[γιγνώσκω]] με το ρ. [[γίγνομαι]]—στην οποία οφείλεται εν μέρει και η ευρύτερη [[διάδοση]] στην Ελληνική της ρίζας<i>gn</i><i>ō</i>— οδήγησε στην [[υπόθεση]] ετυμολογικής σχέσεως τών δύο ρημάτων, η οποία θα προϋπέθετε ομοίως [[αναγωγή]] σε αρχική δισύλλαβη [[ρίζα]] (<i>γενη</i>-) και η οποία εν πάση περιπτώσει δεν [[είναι]] δυνατόν να αποδειχθεί. Ο τ. <i>γῑνώσκω</i>, ο [[οποίος]] επικράτησε στις περισσότερες διαλέκτους [[κατά]] τους ιστορικούς χρόνους, προήλθε από το [[γιγνώσκω]], με ερρίνωση του δεύτερου -<i>γ</i>-, εξαιτίας ανομοιώσεως [[προς]] το πρώτο, και εν συνεχεία [[αποβολή]] [[αυτού]], με [[έκταση]] του φωνήεντος -<i>ι</i>, δηλ. <i>gĭgno</i>- > <i>gĭnno</i>- > <i>gĭyno</i>- > <i>g</i><i>ī</i><i>no</i> - ([[πρβλ]]. και [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]]). Στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες δύο ήταν οι βασικές σημασίες που εκφράστηκαν με λέξεις αυτής της οικογένειας: α) «[[ξέρω]] ([[κάτι]]) ως [[γεγονός]]» <br />β) «[[γνωρίζω]], έχω [[γνώση]] (προσώπου ή πράγματος)». Οι λέξεις που δήλωναν τις σημασίες αυτές ήταν αρχικά, και σε ορισμένες γλώσσες εξακολουθούν να [[είναι]], διαφορετικές, [[αλλά]] πολλές φορές η [[διάκριση]] δεν [[είναι]] [[σαφής]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>savoir</i>, που σε μερικές φράσεις η [[σημασία]] του δύσκολα ή και [[καθόλου]] δεν διακρίνεται από αυτήν του <i>connaitre</i>). Οι λέξεις που εκφράζουν τη δεύτερη [[σημασία]] [[είναι]] πιο διαδεδομένες, με [[αποτέλεσμα]] σε αρκετές γλώσσες να χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν και την πρώτη [[σημασία]]. Εξάλλου ορισμένες λέξεις με τη σημ. «[[ξέρω]]» εξελίχθηκαν σημασιολογικά από τη σημ. «[[ξέρω]] πώς (να [[κάνω]] [[κάτι]])» στη σημ. του «[[μπορώ]]» — [[πρβλ]]. αγγλ. <i>can</i>, γερμ. <i>konnen</i> (π. χ. ich kann Deutsch «[[ξέρω]] γερμανικά»), λιθ. <i>moketi</i> «[[ξέρω]] πώς, [[μπορώ]]». Η αντίθετη [[εξέλιξη]] παρατηρήθηκε στο ελλ. [[επίσταμαι]] «[[γνωρίζω]] πώς να [[κάνω]] [[κάτι]]» (<b>Ομ.</b>) και αργότερα «[[γνωρίζω]] καλά, [[είμαι]] ειδήμων, [[ξέρω]]». Ο αρχ. παρακμ. [[οίδα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>woida</i> «έχω δει» και [[μετά]] «[[ξέρω]]» <span style="color: red;"><</span> ινδοευρ. <i>weid</i> - «[[βλέπω]]») με σημ. ενεστώτα, του οποίου η β 'σημ. [[είτε]] ίσχυσε και για τους άλλους χρόνους [[είτε]] καθιερώθηκε μια ξεχωριστή [[κλίση]] γι' αυτή τη σημ. Στη Νέα Ελληνική [[αντί]] του [[γιγνώσκω]] και τών συνωνύμων του χρησιμοποιούνται τα [[γνωρίζω]] και [[ξέρω]]— <span style="color: red;"><</span> μσν. (<i>η</i>) <i>ξευρω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γνώμη]], [[γνώμονας]] (Α [[γνώμων]]), [[γνώριμος]], [[γνώση]](-<i>ις</i>), [[γνώστης]], [[γνωστός]]<b>αρχ.</b> [[γνωστήρ]] - <b>αρχ.-μσν.</b> [[γνωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναγιγνώσκω]] (και <i>αναγινώσκω</i>), [[διαγιγνώσκω]], [[καταγιγνώσκω]], [[μεταγιγνώσκω]], [[προγιγνώσκω]] - <b>αρχ.</b> [[ανταναγιγνώσκω]], <i>απαναγιγνώσκω</i>, [[απογιγνώσκω]], [[διαγιγνώσκω]], [[διαναγιγνώσκω]], [[εγγιγνώσκω]] (και <i>εγγινώσκω</i>), [[εξαναγιγνώσκω]], [[επαναγιγνώσκω]], [[επιγιγνώσκω]] (και <i>επιγινώσκω</i>), <i>επιδιαγιγνώσκω</i> (και [[επιδιαγινώσκω]]), [[καταγιγνώσκω]] (και [[καταγινώσκω]]), [[καταναγιγνώσκω]], [[παραγιγνώσκω]] (και <i>παραγινώσκω</i>), [[προαναγιγνώσκω]], [[προαπογιγνώσκω]], [[προγιγνώσκω]], [[προδιαγιγνώσκω]], [[προεπιγιγνώσκω]], [[προκαταγιγνώσκω]], [[προσαναγιγνώσκω]], [[προσγιγνώσκω]], [[προσκαταγιγνώσκω]], [[συγγιγνώσκω]] (και <i>συγγινώσκω</i>), [[συγκαταγιγνώσκω]] (και <i>συγκαταγινώσκω</i>), [[συναναγιγνώσκω]], [[συνδιαγιγνώσκω]], [[συμπρογιγνώσκω]], [[υπαναγιγνώσκω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |