διαγώνισμα: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(9)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> ο [[διαγωνισμός]]<br /><b>2.</b> το γραπτό [[δοκίμιο]] διαγωνισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου<br /><b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>concours</i>. Η λ. μαρτυρείται στον Αδ. Κοραή].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> ο [[διαγωνισμός]]<br /><b>2.</b> το γραπτό [[δοκίμιο]] διαγωνισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου<br />[[πρβλ]]. γαλλ. <i>concours</i>. Η λ. μαρτυρείται στον Αδ. Κοραή].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. ο διαγωνισμός
2. το γραπτό δοκίμιο διαγωνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου
πρβλ. γαλλ. concours. Η λ. μαρτυρείται στον Αδ. Κοραή].