διαγώνισμα

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

το
1. ο διαγωνισμός
2. το γραπτό δοκίμιο διαγωνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου
πρβλ. γαλλ. concours. Η λ. μαρτυρείται στον Αδ. Κοραή].