γυψοκονία: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />η [[γυψόκονις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γύψος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόνις]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (<b>[[πρβλ]].</b> [[γυψόκονις]])].
|mltxt=η<br />η [[γυψόκονις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γύψος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόνις]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη ([[πρβλ]]. [[γυψόκονις]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
η γυψόκονις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψόκονις)].