εριφλεγής: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριφλεγής]], -ές (AM)<br />αυτός που φλέγει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-<i>φλεγής</i>, <i>πυρι</i>-<i>φλεγής</i>)].
|mltxt=[[ἐριφλεγής]], -ές (AM)<br />αυτός που φλέγει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>ζα</i>-<i>φλεγής</i>, <i>πυρι</i>-<i>φλεγής</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐριφλεγής, -ές (AM)
αυτός που φλέγει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. επιτ. μόριο ερι- + -φλεγής (< φλέγω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ζα-φλεγής, πυρι-φλεγής)].