ετεροπλατής: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτεροπλατής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει άνισο [[πλάτος]] («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάτος]]), | |mltxt=[[ἑτεροπλατής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει άνισο [[πλάτος]] («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάτος]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>πλατής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἑτεροπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. α-πλατής].