ευ: Difference between revisions

21 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> καλά, [[ορθά]], σωστά, όπως [[πρέπει]] (α. «εὖ καὶ [[ἐπισταμένως]]» — καλά και έμπειρα, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />«εὖ γὰρ σαφῶς τόδ' ἴστε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> κατ' ευχήν, [[ευτυχής]] («ἐΰ οἴκαδ' ἱκέσθαι» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (και με την [[ηθική]] [[έννοια]]) ευνοϊκά, φιλικά, ευάρεστα, αίσια<br /><b>4.</b> (με επίθ. ή μτχ.) πολύ (α. «ἐΰ πάντες» — απαξάπαντες, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[κάρτα]] εὖ» — υπερβολικά, <b>Ηρόδ.</b><br /><b>5.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>τo εὖ</i><br />α) το [[ορθό]], το σωστό, το [[δίκαιο]] («τὸ δ' εὖ νικάτω» — ας υπερισχύσει το [[δίκαιο]], <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) <b>παροιμ. φρ.</b> «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ» — το καλό δεν βρίσκεται στο πολύ, [[αλλά]] το πολύ στο καλό<br />γ) (στην [[τέχνη]]) η καλλιτεχνική [[αρτιότητα]], η [[τελειότητα]]<br /><b>6.</b> (ως επιφών.) [[μπράβο]], [[εύγε]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ εὖ ζῆν» — η ενάρετη ζωή<br />β) «εὖ ἔχω ή ἥκω» — [[είμαι]] καλά, [[υγιαίνω]]<br />γ) «εὖ [[πράττω]]» — [[ευτυχώ]]<br />δ) «εὖ ποιῶ» — [[ευεργετώ]]<br />ε) «εὖ [[πάσχω]]» — ευεργετούμαι<br />στ) «εὖ [[λέγω]]» — [[επαινώ]]<br />ζ) «εὖ [[ἀκούω]]» — επαινούμαι<br />η) «εὖ ἠγμένος» — ο [[καλοαναθρεμμένος]]<br />θ) «εὖ γεγονώς» — ο καλής καταγωγής<br /><b>8.</b> εν συνθέσει ως α' συνθετικό επίθ. της Αρχαίας και της Νέας σημαίνει [[κυρίως]] καλή [[ιδιότητα]] [[αυτού]] που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του <i>καλο</i>-) ή [[ευκολία]] ως [[προς]] τη [[δυνατότητα]] πραγματοποιήσεως [[αυτού]] που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του <i>ευκολο</i>-) π.χ. [[ευανάγνωστος]], [[ευκατάστατος]] κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουδέτερο του επιθ. <i>ἐὺς</i>, που χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. («[[καλώς]]») και απαντά σε αρκετές εκφράσεις (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ [[οίδα]], <i>ευ [[πάσχω]]) [[καθώς]] και σε [[πλήθος]] συνθέτων ([[είτε]] με τη [[μορφή]] <i>ευ</i>- [[είτε]] ως <i>ηυ</i>-, με [[μετρική]] [[έκταση]]) από τα οποία [[πολλά]] σώζονται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Το <i>εύ</i> εξάλλου ως α' συνθετικό έχει [[άλλοτε]] τη [[σημασία]] «[[εύκολος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευανάγνωστος]]) και [[άλλοτε]] τη [[σημασία]] «[[καλός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[εύηχος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (κατ' [[επιλογή]]) [[ευάγγελος]], [[ευαγής]], [[ευανάγνωστος]], [[ευαπόδεικτος]], [[ευάρεστος]], [[ευημερία]], [[εύηχος]], [[εύκαιρος]], [[ευκατάστατος]], [[ευκίνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εύειλος]], [[ευεπίτακτος]], [[ευήρετμος]], [[ευκάρδιος]], [[εύκρηνος]], [[εύμαχος]], [[ευφεγγής]], [[εύωρος]], [[ευώψ]], <i>ηΰκομος</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ευάγκαλος]], [[εύεικτος]], <i>εύεργος</i>, [[εύκριτος]], [[εύυδρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ευαύξητος</i>, [[ευαύχην]], [[ευδιάμετρος]], [[εύζωδος]] [[εύκτιστος]], [[ευμέθυστος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ευλύγιστος]], [[ευσύνοπτος]], [[ευσχήμων]], [[ευυπόληπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευαίσθητος]], [[ευαρέσκεια]], [[ευδιάθετος]], [[ευεξήγητος]], [[ευεπίφορος]], [[ευοίωνος]], [[ευπρόσβλητος]], [[εύσπλαγχνος]], [[εύστοχος]], [[ευσυνείδητος]], [[εύσωμος]], [[ευφάνταστος]]].<br /><b>(II)</b><br />εὗ, εγκλιτ. εὑ (Α)<br />ιων. και επικ. τ. 1. [[αντί]] <i>οὗ</i> (<i>οὑ</i>), γεν. της αυτοπαθούς αντωνυμίας του γ' προσ.<br /><b>2.</b> [[αντί]] <i>ἑαυτοῦ</i>, <i>αὑτοῦ</i><br /><b>3.</b> εγκλιτικώς [[αντί]] <i>αὐτοῦ</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> καλά, [[ορθά]], σωστά, όπως [[πρέπει]] (α. «εὖ καὶ [[ἐπισταμένως]]» — καλά και έμπειρα, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />«εὖ γὰρ σαφῶς τόδ' ἴστε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> κατ' ευχήν, [[ευτυχής]] («ἐΰ οἴκαδ' ἱκέσθαι» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (και με την [[ηθική]] [[έννοια]]) ευνοϊκά, φιλικά, ευάρεστα, αίσια<br /><b>4.</b> (με επίθ. ή μτχ.) πολύ (α. «ἐΰ πάντες» — απαξάπαντες, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[κάρτα]] εὖ» — υπερβολικά, <b>Ηρόδ.</b><br /><b>5.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>τo εὖ</i><br />α) το [[ορθό]], το σωστό, το [[δίκαιο]] («τὸ δ' εὖ νικάτω» — ας υπερισχύσει το [[δίκαιο]], <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) <b>παροιμ. φρ.</b> «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ» — το καλό δεν βρίσκεται στο πολύ, [[αλλά]] το πολύ στο καλό<br />γ) (στην [[τέχνη]]) η καλλιτεχνική [[αρτιότητα]], η [[τελειότητα]]<br /><b>6.</b> (ως επιφών.) [[μπράβο]], [[εύγε]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ εὖ ζῆν» — η ενάρετη ζωή<br />β) «εὖ ἔχω ή ἥκω» — [[είμαι]] καλά, [[υγιαίνω]]<br />γ) «εὖ [[πράττω]]» — [[ευτυχώ]]<br />δ) «εὖ ποιῶ» — [[ευεργετώ]]<br />ε) «εὖ [[πάσχω]]» — ευεργετούμαι<br />στ) «εὖ [[λέγω]]» — [[επαινώ]]<br />ζ) «εὖ [[ἀκούω]]» — επαινούμαι<br />η) «εὖ ἠγμένος» — ο [[καλοαναθρεμμένος]]<br />θ) «εὖ γεγονώς» — ο καλής καταγωγής<br /><b>8.</b> εν συνθέσει ως α' συνθετικό επίθ. της Αρχαίας και της Νέας σημαίνει [[κυρίως]] καλή [[ιδιότητα]] [[αυτού]] που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του <i>καλο</i>-) ή [[ευκολία]] ως [[προς]] τη [[δυνατότητα]] πραγματοποιήσεως [[αυτού]] που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του <i>ευκολο</i>-) π.χ. [[ευανάγνωστος]], [[ευκατάστατος]] κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουδέτερο του επιθ. <i>ἐὺς</i>, που χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. («[[καλώς]]») και απαντά σε αρκετές εκφράσεις ([[πρβλ]]. <i>ευ [[οίδα]], <i>ευ [[πάσχω]]) [[καθώς]] και σε [[πλήθος]] συνθέτων ([[είτε]] με τη [[μορφή]] <i>ευ</i>- [[είτε]] ως <i>ηυ</i>-, με [[μετρική]] [[έκταση]]) από τα οποία [[πολλά]] σώζονται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Το <i>εύ</i> εξάλλου ως α' συνθετικό έχει [[άλλοτε]] τη [[σημασία]] «[[εύκολος]]» ([[πρβλ]]. [[ευανάγνωστος]]) και [[άλλοτε]] τη [[σημασία]] «[[καλός]]» ([[πρβλ]]. [[εύηχος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (κατ' [[επιλογή]]) [[ευάγγελος]], [[ευαγής]], [[ευανάγνωστος]], [[ευαπόδεικτος]], [[ευάρεστος]], [[ευημερία]], [[εύηχος]], [[εύκαιρος]], [[ευκατάστατος]], [[ευκίνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εύειλος]], [[ευεπίτακτος]], [[ευήρετμος]], [[ευκάρδιος]], [[εύκρηνος]], [[εύμαχος]], [[ευφεγγής]], [[εύωρος]], [[ευώψ]], <i>ηΰκομος</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ευάγκαλος]], [[εύεικτος]], <i>εύεργος</i>, [[εύκριτος]], [[εύυδρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ευαύξητος</i>, [[ευαύχην]], [[ευδιάμετρος]], [[εύζωδος]] [[εύκτιστος]], [[ευμέθυστος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ευλύγιστος]], [[ευσύνοπτος]], [[ευσχήμων]], [[ευυπόληπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευαίσθητος]], [[ευαρέσκεια]], [[ευδιάθετος]], [[ευεξήγητος]], [[ευεπίφορος]], [[ευοίωνος]], [[ευπρόσβλητος]], [[εύσπλαγχνος]], [[εύστοχος]], [[ευσυνείδητος]], [[εύσωμος]], [[ευφάνταστος]]].<br /><b>(II)</b><br />εὗ, εγκλιτ. εὑ (Α)<br />ιων. και επικ. τ. 1. [[αντί]] <i>οὗ</i> (<i>οὑ</i>), γεν. της αυτοπαθούς αντωνυμίας του γ' προσ.<br /><b>2.</b> [[αντί]] <i>ἑαυτοῦ</i>, <i>αὑτοῦ</i><br /><b>3.</b> εγκλιτικώς [[αντί]] <i>αὐτοῦ</i>.
}}
}}