3,277,649
edits
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> καλά, [[ορθά]], σωστά, όπως [[πρέπει]] (α. «εὖ καὶ [[ἐπισταμένως]]» — καλά και έμπειρα, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />«εὖ γὰρ σαφῶς τόδ' ἴστε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> κατ' ευχήν, [[ευτυχής]] («ἐΰ οἴκαδ' ἱκέσθαι» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (και με την [[ηθική]] [[έννοια]]) ευνοϊκά, φιλικά, ευάρεστα, αίσια<br /><b>4.</b> (με επίθ. ή μτχ.) πολύ (α. «ἐΰ πάντες» — απαξάπαντες, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[κάρτα]] | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὖ]], επικ. τ. [[ἐΰ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> καλά, [[ορθά]], σωστά, όπως [[πρέπει]] (α. «εὖ καὶ [[ἐπισταμένως]]» — καλά και έμπειρα, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />«εὖ γὰρ σαφῶς τόδ' ἴστε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> κατ' ευχήν, [[ευτυχής]] («ἐΰ οἴκαδ' ἱκέσθαι» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (και με την [[ηθική]] [[έννοια]]) ευνοϊκά, φιλικά, ευάρεστα, αίσια<br /><b>4.</b> (με επίθ. ή μτχ.) πολύ (α. «ἐΰ πάντες» — απαξάπαντες, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[κάρτα εὖ]]» — υπερβολικά, <b>Ηρόδ.</b><br /><b>5.</b> <b>ως ουσ.</b> [[τo εὖ]]<br />α) το [[ορθό]], το σωστό, το [[δίκαιο]] («τὸ δ' εὖ νικάτω» — ας υπερισχύσει το [[δίκαιο]], <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) <b>παροιμ. φρ.</b> «[[οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ]]» — το καλό δεν βρίσκεται στο πολύ, [[αλλά]] το πολύ στο καλό<br />γ) (στην [[τέχνη]]) η καλλιτεχνική [[αρτιότητα]], η [[τελειότητα]]<br /><b>6.</b> (ως επιφών.) [[μπράβο]], [[εύγε]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ [[εὖ ζῆν]]» — η ενάρετη [[ζωή]]<br />β) «[[εὖ ἔχω]] ή [[εὖ ἥκω]]» — [[είμαι]] καλά, [[υγιαίνω]]<br />γ) «[[εὖ πράττω]]» — [[ευτυχώ]]<br />δ) «[[εὖ ποιῶ]]» — [[ευεργετώ]]<br />ε) «[[εὖ πάσχω]]» — ευεργετούμαι<br />στ) «[[εὖ λέγω]]» — [[επαινώ]]<br />ζ) «[[εὖ ἀκούω]]» — επαινούμαι<br />η) «[[εὖ ἠγμένος]]» — ο [[καλοαναθρεμμένος]]<br />θ) «[[εὖ γεγονώς]]» — ο καλής καταγωγής<br /><b>8.</b> εν συνθέσει ως α' συνθετικό επίθ. της Αρχαίας και της Νέας σημαίνει [[κυρίως]] καλή [[ιδιότητα]] [[αυτού]] που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του καλο-) ή [[ευκολία]] ως [[προς]] τη [[δυνατότητα]] πραγματοποιήσεως [[αυτού]] που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του ευκολο-) π.χ. [[ευανάγνωστος]], [[ευκατάστατος]] κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουδέτερο του επιθ. ἐὺς, που χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. («[[καλώς]]») και απαντά σε αρκετές εκφράσεις ([[πρβλ]]. ευ [[οίδα]], ευ [[πάσχω]]) [[καθώς]] και σε [[πλήθος]] συνθέτων ([[είτε]] με τη [[μορφή]] ευ- [[είτε]] ως ηυ-, με [[μετρική]] [[έκταση]]) από τα οποία [[πολλά]] σώζονται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Το εύ εξάλλου ως α' συνθετικό έχει [[άλλοτε]] τη [[σημασία]] «[[εύκολος]]» ([[πρβλ]]. [[ευανάγνωστος]]) και [[άλλοτε]] τη [[σημασία]] «[[καλός]]» ([[πρβλ]]. [[εύηχος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (κατ' [[επιλογή]]) [[ευάγγελος]], [[ευαγής]], [[ευανάγνωστος]], [[ευαπόδεικτος]], [[ευάρεστος]], [[ευημερία]], [[εύηχος]], [[εύκαιρος]], [[ευκατάστατος]], [[ευκίνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εύειλος]], [[ευεπίτακτος]], [[ευήρετμος]], [[ευκάρδιος]], [[εύκρηνος]], [[εύμαχος]], [[ευφεγγής]], [[εύωρος]], [[ευώψ]], ηΰκομος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ευάγκαλος]], [[εύεικτος]], εύεργος, [[εύκριτος]], [[εύυδρος]]<br /><b>μσν.</b><br />ευαύξητος, [[ευαύχην]], [[ευδιάμετρος]], [[εύζωδος]] [[εύκτιστος]], [[ευμέθυστος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ευλύγιστος]], [[ευσύνοπτος]], [[ευσχήμων]], [[ευυπόληπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευαίσθητος]], [[ευαρέσκεια]], [[ευδιάθετος]], [[ευεξήγητος]], [[ευεπίφορος]], [[ευοίωνος]], [[ευπρόσβλητος]], [[εύσπλαγχνος]], [[εύστοχος]], [[ευσυνείδητος]], [[εύσωμος]], [[ευφάνταστος]]].<br /><b>(II)</b><br />εὗ, εγκλιτ. [[εὑ]] (Α)<br />ιων. και επικ. τ. 1. [[αντί]] [[οὗ]] ([[οὑ]]), γεν. της αυτοπαθούς αντωνυμίας του γ' προσ.<br /><b>2.</b> [[αντί]] ἑαυτοῦ, αὑτοῦ<br /><b>3.</b> εγκλιτικώς [[αντί]] αὐτοῦ. | ||
}} | }} |