ευφιλής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> αυτός που αγαπιέται πολύ, [[φίλτατος]], [[αγαπητός]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που αγαπά πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλείν</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>φιλής</i>, <i>προσ</i>-<i>φιλής</i>].
|mltxt=[[εὐφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> αυτός που αγαπιέται πολύ, [[φίλτατος]], [[αγαπητός]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που αγαπά πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλείν</i>), [[πρβλ]]. [[δημο]]-<i>φιλής</i>, <i>προσ</i>-<i>φιλής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐφιλής, -ές (Α)
1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός
2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].