ζεστούτσικος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[ελαφρώς]] [[ζεστός]] («το [[σπίτι]] αυτό [[είναι]] ζεστούτσικο τον χειμώνα»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει λίγο πυρετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεστός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ουτσικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκ</i>-<i>ούτσικος</i>, <i>κουτ</i>-<i>ούτσικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[ελαφρώς]] [[ζεστός]] («το [[σπίτι]] αυτό [[είναι]] ζεστούτσικο τον χειμώνα»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει λίγο πυρετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεστός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ουτσικος</i> ([[πρβλ]]. <i>γλυκ</i>-<i>ούτσικος</i>, <i>κουτ</i>-<i>ούτσικος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:14, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ελαφρώς ζεστός («το σπίτι αυτό είναι ζεστούτσικο τον χειμώνα»)
2. αυτός που έχει λίγο πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + υποκορ. κατάλ. -ουτσικος (πρβλ. γλυκ-ούτσικος, κουτ-ούτσικος)].