ηλιοκόμας: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλιοκόμας]], ό (Μ)<br />αυτός του οποίου τα μαλλιά [[είναι]] λαμπερά σαν τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κηπο</i>-<i>κόμας</i>, <i>στραβαλο</i>-<i>κόμας</i>].
|mltxt=[[ἡλιοκόμας]], ό (Μ)<br />αυτός του οποίου τα μαλλιά [[είναι]] λαμπερά σαν τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. <i>κηπο</i>-<i>κόμας</i>, <i>στραβαλο</i>-<i>κόμας</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡλιοκόμας, ό (Μ)
αυτός του οποίου τα μαλλιά είναι λαμπερά σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. κηπο-κόμας, στραβαλο-κόμας].